15 Νοε 2008

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ

Ο Εφέσιος μας λέει με σαφήνεια ότι ενώ για τον άνθρωπο ορισμένα πράγματα είναι κακά και ορισμένα καλά, για τον Θεό όλα είναι καλά (απόσπ. 61 κατά τον Bywater: «Για τον Θεό καλά τα πάντα και αγαθά και δίκαια· οι άνθρωποι άλλα άδικα τα νομίζουν άλλα δίκαια»). Αναμφίβολα με τον όρο «Θεός» ο Ηράκλειτος εννοεί το Πυρ και ορίζει επίσης τον Θεό ως «τον μόνο Σοφό», εννοώντας προφανώς ότι το Πυρ «γνωρίζει όλα τα πράγματα». Το πράγμα που θέλει να πει σε αυτό το σημείο είναι, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι μέσα στο Πυρ εξαφανίζονται οι κυρίαρχες μέσα στον κόσμο αντίθεση και σχετικότητα. Και είναι βεβαίως σε αυτό ακριβώς το θέμα που αναφέρονται τα αποσπάσματα 96, 97 και 98 του Bywater: «Δεν έχει σοφία η οδός του ανθρώπου, αλλά μόνον η οδός του Θεού», «Ο άνδρας άμυαλος φαίνεται μπροστά στον Θεό, όπως το νήπιο μπροστά στον ενήλικο άνδρα», «Ο σοφότερος των ανθρώπων δεν είναι παρά ένας πίθηκος όταν συγκριθεί με τον Θεό».

Ο Ηράκλειτος μιλάει για «σοφία» και «Σοφό» σε δύο επίπεδα: τονίζει ότι η σοφία είναι «ένα ξεχωριστό πράγμα από το Όλον» (απόσπ. 18 κατά τον Bywater), εννοώντας την ιδέα της ενότητας του πολλαπλού και εφαρμόζει επίσης τον όρο σε αυτήν την ίδια την ενότητα, την οποία αντιλαμβάνεται ως «σκέψη που διευθύνει την ροή όλων των πραγμάτων». Αυτή η έννοια είναι συνώνυμη του καθαρού Πυρός, όχι διαφοροποιημένου σε δύο μέρη από τα οποία το ένα παίρνει την οδό προς τα άνω και το άλλο την οδό προς τα κάτω. Αυτή μόνον κατέχει την σοφία. Τα μερικά πράγματα, δηλαδή τα πράγματα που βλέπουμε, δεν την κατέχουν καθόλου. Εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε σοφοί παρά μόνο στο μέτρο που περιέχουμε Πυρ (απόσπ. 74 κατά τον Bywater: «Στεγνή ψυχή σοφότατη και άριστη»).

Με ορισμένες επιφυλάξεις ο Ηράκλειτος είναι διατεθειμένος να ονομάσει την μοναδική Σοφία με το όνομα του Διός. Τέτοια τουλάχιστον φαίνεται να είναι η έννοια του αποσπάσματος 65 («Η μία και μοναδική Σοφία θέλει και δεν θέλει να ονομάζεται Ζευς»). Ποιες ήσαν οι επιφυλάξεις του, είναι αρκετά εύκολο να το μαντέψουμε. Η μοναδική Σοφία δεν πρέπει φυσικά να παρουσιάζεται με μορφή προσώπου. Αν ο Ηράκλειτος δεν το δήλωσε αυτό με μεγαλύτερη σαφήνεια, κάνοντας τότε τίποτε περισσότερα από το να επαναλάβει εκείνο που ήδη είχαν δηλώσει ο Αναξίμανδρος και ο Ξενοφάνης. Επιπλέον συμφωνεί με τον Ξενοφάνη στο να υποστηρίξει πως αυτή η «θεότητα» -εάν πρέπει να την ονομάσουμε έτσι- είναι μία και μοναδική, αλλά η πολεμική του ενάντια στην λαϊκή δεισιδαιμονία κατευθυνόταν περισσότερο ενάντια στις τυπολατρίες και τις τελετουργίες παρά ενάντια στις καθαρά θεολογικές εκφύσεις.

Στο απόσπασμα 124 του Bywater δίνει μερικές από τις θρησκευτικές φυσιογνωμίες που είναι οι πιο χαρακτηριστικές της εποχής του («Υπνοβάτες, μάγοι, ιερείς του Βάκχου και ιέρειες των πατητηριών, κάπηλοι μυστηρίων…») και το κείμενο στο οποίο αναφέρεται το απόσπασμα δείχνει ότι τις απειλούσε κατά κάποιον τρόπο με τον θυμό του. Ο Ηράκλειτος καταγγέλλει ως παραλογισμό τις προσευχές που απευθύνονται προς εικόνες (απόσπ. 126 κατά τον Bywater: «Και προσεύχονται σε αυτές τις εικόνες όπως κάποιος άνθρωπος προσπαθεί να μιλήσει με την κατοικία ενός ανθρώπου, αγνοώντας τι όντως είναι οι Θεοί και οι Ήρωες»), καθώς και την παράξενη ιδέα ότι ένας φόνος μπορεί να ξεπλυθεί με χύσιμο αίματος (απόσπ. 130: «Μάταια ρυπαίνονται με αίμα για να καθαριστούν, σαν να προσπαθεί ένας άνθρωπος που έχει βαδίσει σε λάσπη να καθαρίσει τα πόδια του με λάσπη. Για τρελό θα τον έπαιρνε κανείς εάν τον παρατηρούσε»). Φαίνεται επίσης να έχει τονίσει ότι είναι παράλογο να λατρεύεται ο Διόνυσος με εύθυμες και άσεμνες εορτές την στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι κάνουν πένθιμες τις ιεροπραξίες που αφορούν τον ευμενή Πλούτωνα (απόσπ. 127: «Αν δεν έκαναν προς τιμήν του Διονύσου την πομπή τραγουδώντας τον φαλλικό ύμνο, θα είχαν διαπράξει αισχρότητα, Όμως ένας και αυτός είναι ο Άδης με τον Διόνυσο, προς τιμήν του οποίου αυτοί μαίνονται και βακχεύουν»). Οι δύο Θεοί στην πραγματικότητα δεν ήσαν παρά ένα και το αυτό πράγμα και η σοφία έπρεπε να λατρεύεται ως ένα Όλον.

Τα λίγα αποσπάσματα που πραγματεύονται κυρίως την Θεολογία και την Θρησκεία, ενώ δεν μας κάνουν καθόλου να πιστέψουμε ότι ο Ηράκλειτος ενθουσιαζόταν από την θρησκευτική ένταση της εποχής του, μας παρακινούν να εξετάσουμε το σύστημά του υπό το φως «τις αντίληψης περί Μυστηρίων». Μας υποχρεώνουν να εστιάσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι ο ίδιος ήταν «βασιλεύς» της Εφέσου, δηλαδή ιερέας του κλάδου των Ελευσινίων Μυστηρίων που είχε συσταθεί στην πατρίδα πόλη του, και ο οποίος σχετιζόταν επίσης με την λατρεία της Εφεσίας Αρτέμιδος ή της Μεγάλης Μητέρας. Αυτές οι πληροφορίες μπορεί να είναι ακριβείς, αλλά ακόμα και εάν είναι, τι προκύπτει από αυτές; Οφείλουμε ασφαλώς να έχουμε μάθει από τον Χ. Α. Λόμπεκ (*) ότι δεν κρυβόταν καμία «ιδέα» πίσω από τα Μυστήρια και σε αυτό ακριβώς το ζήτημα τ’ αποτελέσματα των ανθρωπολογικών ερευνών έχουν επιβεβαιώσει πλατιά τις φιλολογικές και ιστορικές μελέτες και εκτιμήσεις.

Η ηθική τώρα διδασκαλία του Ηρακλείτου θεωρήθηκε κάποτε ως μία προκαταβολή της ηθική θεωρίας περί «κοινής γνώμης», όμως το «κοινό» («ξυνόν») στο οποίο επιμένει ο φιλόσοφος, είναι κάτι το εντελώς άσχετο από την λεγόμενη «κοινή γνώμη». Για την τελευταία άλλωστε ο Εφέσιος αισθανόταν την μεγαλύτερη δυνατή περιφρόνηση, σχεδόν αηδία (απόσπ. 111: «Γιατί έχουν κάποια σκέψη ή κάποια σοφία; Ακολουθούν τους τραγουδιστές και παίρνουν για αφέντη τους τον όχλο, αγνοώντας ότι είναι πάντα πολυάριθμοι οι αχρείοι και ολιγάριθμοι οι χρηστοί…»). Όντως, η ισχυρότερη αντίρρηση που έχει για τον όχλο είναι ότι τα άτομα που τον απαρτίζουν ζούνε το καθένα στο δικό του μικρόκοσμο (απόσπ. 95: ««Σε όσους έχουν αφυπνισθεί ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, ενώ κάθε ένας από τους υπνωμένους αποσύρεται στον δικό του»»), με την ψευδαίσθηση ότι δήθεν έχουν την δική τους σοφία (απόσπ. 92: ««Πρέπει λοιπόν να ακολουθούμε τον κοινό λόγο, ωστόσο οι περισσότεροι συμπεριφέρονται ωσάν να έχουν μια ατομική σοφία»»). Για τον Ηράκλειτο συνεπώς, η γνώμη των πολλών είναι το ακριβώς αντίθετο του «κοινού λόγου».

Η ηθική του Ηρακλείτου σωστό είναι να θεωρηθεί ως το τελικό συμπέρασμα των ανθρωπολογικών και κοσμολογικών απόψεών του. Γιατί αυτή, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, απαιτεί από εμάς να διαφυλάξουμε στεγνές τις ψυχές μας, ώστε να τις καταστήσουμε όμοιες με την μοναδική Σοφία, η οποία είναι το Πυρ. Αυτή η απαίτηση είναι τελικά εκείνο που όλοι μας έχουμε «κοινό», και το πιο μεγάλο σφάλμα μας είναι να ενεργούμε σαν άνθρωποι υπνωμένοι (απόσπ. 94: «Δεν πρέπει ποτέ μας να ενεργούμε και να ομιλούμε σαν υπνωμένοι άνθρωποι»), δηλαδή έχοντας επιτρέψει ν’ αποκοπούμε από το Πυρ του κόσμου, αφήνοντας έτσι τις ψυχές μας να υγρανθούν.

Δεν γνωρίζουμε ποιες συνέπειες έβγαζε από τον κανόνα ο Ηράκλειτος, από τον κανόνα ότι όλοι οφείλουμε να θεωρούμε ακλόνητο εκείνο που είναι «κοινό», γνωρίζουμε όμως από ποια φύση έπρεπε αυτές ν’ αποτελούνται. Ο σοφός δεν θα προσπαθήσει ποτέ να εξασφαλίσει το αγαθόν χωρίς το συσχετικό του κακό, δεν θ’ αναζητήσει την ανάπαυση χωρίς την κούραση και δεν θα περιμένει ν’ απολαύσει την ευχαρίστηση χωρίς να υποφέρει πρώτα από την στενοχώρια. Δεν θα παραπονεθεί για το ότι έχει να λάβει το κακό μαζί με το αγαθόν, αλλά θα σταθεί συνεπής και ικανός να αντιληφθεί τα πράγματα ως ένα Όλον.

Ο Ηράκλειτος έστρωσε τον δρόμο για τον κοσμοπολιτισμό των Στωικών, συγκρίνοντας το δικό του «κοινό» με τους νόμους μιας πολιτείας. Οι νόμοι αυτοί είναι κάτι περισσότερο από μία απλή αναπαράσταση του Θείου Νόμου: είναι ατελείς ενσαρκώσεις του. Ο λόγος που δεν μπορούν να τον ενσαρκώσουν τελειότερα είναι απλώς ότι σε όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις επικρατεί ένα στοιχείο σχετικότητας (απόσπ. 91: «Ο λόγος είναι σε όλους κοινός. Όσοι έχουμε νοημοσύνη, οφείλουμε να αντλούμε ισχύ από τον κοινό σε όλους μας λόγο, όπως ακριβώς η πόλη από την νομοθεσία της και μάλιστα πολύ πιο δυνατά· γιατί όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από έναν μόνον, τον θεϊκό· γιατί εξουσιάζει τόσο όσο επιθυμεί και για όλους επαρκεί και περισσεύει»). Σύμφωνα άλλωστε και με το απόσπασμα 97, οι άνθρωποι είναι σαν μικρά παιδιά όταν κάποιος τους συγκρίνει με τον Θεό, παρόλο όμως που είναι τέτοιοι, η πολιτεία πρέπει να μάχεται για λογαριασμό τους. Εάν μάλιστα έχει αυτή την καλή τύχη να υπάρχουν πολίτες της με στεγνές ψυχές, αυτοί, σύμφωνα με το απόσπασμα 113, αξίζουν όσο δέκα χιλιάδες από τους υπόλοιπους: «Ένας για εμένα μύριοι, εάν άριστος είναι». Σε εκείνους με τις στεγνές ψυχές και μόνον σε εκείνους βρίσκεται ενσαρκωμένο το «κοινό».

J. Burnet


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: (*) Χριστιανός Αύγουστος Λόμπεκ (Christian August Lobeck, 1781 - 1860): Γερμανός φιλόλογος και πανεπιστημιακός, ο οποίος το 1829 με το έργο του «Aglaophamus» ανέτρεψε τις προγενέστερες θέσεις του Κρόϊτσερ (G. F. Creuzer, «Symbolik», 1810 - 1823), υποστηρίζοντας ότι η Θρησκεία των ελληνικών Μυστηρίων, ιδίως στην ελευσίνια μορφή της, δεν διέφερε ουσιαστικά από την υπόλοιπη πολιτειακή ή «λαϊκή» (όπως την αποκαλούν υποτιμητικά οι διάφοροι σύγχρονοι εσωτεριστές) λατρεία, ότι δεν ήταν «εσωτερική» ή «μαγική», ότι οι ιερείς δεν κατείχαν ή μετέδιδαν κάποια «απόκρυφη» γνώση περί Θεού και, τέλος, ότι κάθε «ανατολίτικο» στοιχείο που έχει ανιχνευθεί στα διάφορα Μυστήρια δεν είναι παρά αποτέλεσμα εισαγωγής κατά τις τελευταίες φάσεις της αρχαιότητας.


Πηγή: περιοδικό ΔΙΙΠΕΤΕΣ, τεύχος 68, Νοέμβριος 2008