30 Απρ 2008

ΕΘΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΙ ΖΩΝΤΑΝΟ


Ένα Έθνος είναι σε ελεύθερο και ζωντανό, όταν:

1.
Έχει πλήρη συνείδηση των ιστορικών, λατρευτικών και πολιτιστικών ριζών του.

2.
Μπορεί να συσπειρωθεί γύρω από αφηγήσεις, πρόσωπα ή σύμβολα που εκφράζουν τα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, καθώς και το ιδιαίτερο ιερό και ζωτικό του στοιχείο.

3.
Διατηρεί το θάρρος να προσδιορίζει με ασφάλεια τους πραγματικούς του εχθρούς, δεν έχει πρόβλημα να παραδεχθεί ότι έχει εχθρούς, και πιστεύει ότι είναι αδύνατον να μην έχει.

4.
Δίδει μεγάλη βαρύτητα στην Μεγαλοπρέπεια και την Ελευθερία.

5.
Διαθέτει ζωντανές αξίες για τις οποίες αξίζει ένα μέλος του να θυσιάσει ακόμη και αυτή την ίδια την ζωή του.

Πηγή: Η ιστοσελίδα της "Ολυμπίας Αδελφότητας".

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΔΙΑ


Των Αθανάτων όλων ενδοξώτερε, πολυώνυμε
και αιώνιε Παντοκράτορα
Ζεύ, της φύσεως αρχηγέ που τα πάντα κυβερνάς με το Νόμο,
χαίρε !
Γιατί σε εσένα πρέπει να απευθύνονται όλοι οι θνητοί.
Γιατί από εσένα βαστάει η γενιά μας
και εσύ είσαι που εδώρισες τη λαλιά μόνο σε εμάς
από όσα θνητά ζούν και κινούνται επάνω στη γή μας.
Για αυτό θα σε δοξάζω και πάντα την ισχύ σου θα υμνώ.
Σ’εσένα υπακούει όλος ο Κόσμος
που γύρω από την γή γυρίζει,
όπου κι αν τον πάς,
και με τη θέλησή του από εσένα κυβερνάται.
Και στ’ανίκητά σου χέρια όπλο κρατείς
δίκοπο, πυρόεντα και αιώνια ζωντανό τον κεραυνό
απ’ του οποίου το κτύπημα γεννιούνται τα πάντα στη Φύση.
Μ’ αυτόν κατευθύνεις τον Παγκόσμιο Νόμο,
ο οποίος εγκατοικεί στα πάντα
και τα φωτίζει με μικρές ή μεγάλες λάμψεις.
Εσύ ο μέγας, ύπατος και αιώνιος βασιλεύς
που τίποτε επάνω στην γη, σοφέ Θεέ, δεν γίνεται δίχως εσένα
ούτε στων ουρανών την αιθέρια άκρη, ούτε στις θάλασσες,
εκτός από τα έργα των κακών
για τα οποία η ανοησία τους ευθύνεται.
Εσύ όμως και τα πράγματα μπορείς να αλλάζεις
και να κοσμείς τα άκοσμα και ό,τι σ’εχθρεύεται να τ’αγαπάς
Γι’ αυτό και συνένωσες αρμονικά σε συμφωνία
τα καλά και τα κακά
ώστε ένας να είναι ο Νόμος ο Αιώνιος
που από αυτόν απομακρύνονται και τον προσβάλλουν
όσοι από τους θνητούς είναι κακοί.
Οι δύσμοιροι ! που μόνο τα επίγεια αγαθά ποθούνε
και δεν κατανοούν τον θεϊκό Παγκόσμιο Νόμο, μήτε τον ακούνε
παρά το ότι αν το ‘καναν, θ’απολάμβαναν βίον ευτυχισμένο.
Μα αυτοί από άθλιες επιθυμίες παρασύρονται
πότε στη μία αισχρότητα και πότε στην άλλη,
οι μεν, έχοντες μανία για γρήγορη και ματωμένη δόξα
οι δε, στρεφόμενοι σε άκοσμες κερδοσκοπίες
και άλλοι σε πολυτέλειες και σε φιληδονίες.
Αλλά Ζεύ,
εσύ πολύδωρε, κεραυνοφόρε κάτοικε των σκοτεινών νεφών
τους ανθρώπους σώσε από την ελεεινή τους αμάθεια
και σκόρπισέ την μακριά από την ψυχή μας
χαρίζοντάς μας επίσης την σοφία στην οποία εσύ βασίζεσαι
και με Δικαιοσύνη τα πάντα κυβερνάς.
Την τιμή αυτή αν μας κάνεις
όμοια εμείς θ’ ανταποδώσουμε
υμνώντας στο διηνεκές τα έργα Σου
όπως εμείς οι θνητοί οφείλουμε
διότι μήτε γι’ ανθρώπους
μήτε για Θεούς υπάρχει μεγαλύτερη τιμή
από το να υμνούν, όπως είναι δίκαιο,
τον Παγκόσμιο Νόμο.



Πηγή: Η ιστοσελίδα "Στωϊκοί και Στωϊκισμός"

Ο ΜΠΩΝΤΡΙΓΙΑΡ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΟΥΔΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙ-ΦΥΣΗ



Ο διαχωρισμός από την Φύση υπό το έμβλημα της αρχής της παραγωγής, πραγματοποιήθηκε σε όλο το εύρος από το σύστημα της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας, αλλά προφανώς δεν πρωτοεμφανίζεται με αυτήν. Οι ρίζες του βρίσκονται στην μεγάλη ιουδαιοχριστιανική αποσύνδεση της ψυχής από την Φύση: ο Θεός έπλασε υποτίθεται τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και την Φύση προς χρήσιν του ανθρώπου. Το πνευματικό βάθρο επάνω στο οποίο ο άνθρωπος παρουσιάζεται να είναι κατ’ εικόνα του Θεού και να διακρίνεται ριζικά από όλη την υπόλοιπη Φύση (καθώς και από αυτό ακόμα το κορμί του) είναι όντως η ψυχή: ειδικά στην δυτική του μορφή ο Χριστιανισμός αποδεικνύεται η πιο ανθρωποκεντρική θρησκεία που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο Χριστιανισμός όχι μόνον εγκαθιδρύει, σε απόλυτη αντίθεση με τον αρχαίο Παγανισμό και όλες τις ανατολικές θρησκείες, έναν απόλυτο δυϊσμό με τον άνθρωπο αντιμέτωπο της Φύσης, αλλά, ακόμα χειρότερα, διαβεβαιώνει ότι είναι θέλημα Θεού το να εκμεταλλεύεται απεριόριστα ο άνθρωπος την Φύση σύμφωνα με τους σκοπούς και τις ορέξεις του.

Μετά ήλθε ο Ορθολογισμός. Τέρμα πια με τον Παγανισμό, τον ανιμισμό και την κάθε είδους, μαγική υποτίθεται, εμβάπτιση του ανθρώπου μέσα στην Φύση: όλα ανεξαιρέτως επανερμηνεύθηκαν ως προκαταλήψεις… Η επιστήμη, η τεχνολογία, η υλική παραγωγή είχαν την πολυτέλεια να έλθουν σε λίγο σε απόλυτη αντίθεση προς την πολιτισμική τάξη και τα δόγματα του Χριστιανισμού, όμως η συνθήκη της ύπαρξής τους παρέμεινε, και μάλιστα απαράλλακτο, το χριστιανικό αξίωμα της υπέρβασης της Φύσης από τον άνθρωπο. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που στην παγανιστική αρχαία Ελλάδα δεν είδαμε ποτέ να εμφανίζεται μία πραγματική, όπως την εννοεί ο σύγχρονος άνθρωπος, ανάπτυξη της επιστήμης: η ελληνική ορθολογικότητα παρέμεινε θεμελιωμένη επάνω στην απόλυτη συμφωνία του ανθρώπου με την Φύση, απέναντι στην οποία συμφωνία στέκονται αντίπαλοι τόσο ο γεννημένος από τον Χριστιανισμό Ορθολογισμός, όσο και η νέα άποψη περί ελευθερίας, που θεμελιώνεται στον διαχωρισμό του ανθρώπου από την Φύση και στην κυριαρχία του επάνω της.

Ο χριστιανικός διαχωρισμός δεν εγκαθίδρυσε βεβαίως εξαρχής μία ηθική παραγωγικότητας και υλικής κυριαρχίας, αλλά ξεκίνησε με μία ηθική της δοκιμασίας, του πόνου, της ταπείνωσης, κοντολογίς με μία εξωκοσμική ηθική της μετουσίωσης, σύμφωνα με την έκφραση του Μαξ Βέμπερ. Δεν παρήχθη λοιπόν εξαρχής μία ηθική παραγωγικότητας, σχεδιάστηκε όμως μία συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων, όπου η λεγόμενη σωτηρία κερδιζόταν με κόπους, ήταν δηλαδή μία ατομική επιχείρηση. Το μετέπειτα πέρασμα από τον ασκητισμό στον παραγωγικό τύπο, από την αυτοτιμωρία στην εργατικότητα, από τον τελικό σκοπό της σωτηρίας στον εκκοσμικευμένο τελικό σκοπό της ικανοποίησης των αναγκών… δεν άλλαξε τίποτε ως προς την αρχή του διαχωρισμού και της μετουσίωσης, της απώθησης και της επιχειρησιακής βίας. Ενδιαφερόμενοι είτε για την σωτηρία, είτε για την παραγωγή, από εδώ και πέρα βρισκόμαστε για τα καλά στο βασίλειο του σκοπού και των μέσων…

…Είναι λοιπόν ο Χριστιανισμός αυτός που στέκει στο κομβικό σημείο της διάρρηξης των συμβολικών ανταλλαγών. Και στο δικό του πλαίσιο είναι που διαγράφεται η πιο κατάλληλη ιδεολογική μορφή για την υποστήριξη της ορθολογικής και εντατικής εκμετάλλευσης της Φύσης κατά την διάρκεια της μακράς μετάβασης από τον 13ο και 14ο αιώνα, όταν δηλαδή η εργασία αρχίζει να επιβάλλεται ως αξία, μέχρι τον 16ο αιώνα, όταν η καπιταλιστική παραγωγική επιχείρηση και η πολιτική οικονομία οργανώνονται γύρω από την εργασία, καθώς και γύρω από το ορθολογικό και συνεχές σχήμα της, αλλά κυρίως γύρω από την εκκοσμικευμένη γενίκευση του χριστιανικού αξιώματος περί Φύσης.

Πηγή: Jean Baudrillard, «Le miroir de la production», Paris, 1973.
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο «Ecrasez L' Infame!».

28 Απρ 2008

ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ

"ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ" [ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ]

Ένα φιλοσοφικό ερώτημα

Ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τη φιλοσοφική σκέψη είναι και το αν οι Θεοί ενδιαφέρονται ή όχι για τ΄ ανθρώπινα και τον Κόσμο. Δυο από τις φιλοσοφικές σχολές της ύστερης αρχαιότητος, οι Επικούρειοι και οι Στωϊκοί φαίνεται να έχουν αντίθετες απόψεις επί του θέματος. Για το μεν ιδρυτή των πρώτων Επίκουρο, οι Θεοί είναι υπαρκτοί αλλά δεν ενδιαφέρονται για τ΄ ανθρώπινα (ο Επίκουρος οδηγήθηκε σε αυτή τη διατύπωση γιατί έβλεπε τους ανθρώπους της εποχής του να κατρακυλούν όλο και πιο πολύ μέσα στη δεισιδαιμονία και τη σωτηρολογία της Ανατολής και να ζητούν από τους Θεούς επίλυση των ασήμαντων προσωπικών τους προβλημάτων), για δε την Στοά, στον Κόσμο, ο οποίος κυβερνάται από τους Θεούς, κυριαρχεί η Πρόνοια. Οι φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητος, αν και συχνά βρίσκονται μεταξύ τους σε μία φαινομενική «αντιπαλότητα» στο πεδίο των φιλοσοφικών θέσεων, στην πραγματικότητα συμπορεύονται, καθώς η κάθε μια τελικά, μέσα από την ιδιαίτερη ματιά της, περιγράφει και εξηγεί τις πλευρές του ιδίου αισθητού Κόσμου. Η κάθε μία, περιγράφει τον έναν κόσμο των θνητών και τη σφαίρα των Θεών, ενώ τοποθετεί τον άνθρωπο απέναντι στη Φύση και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία σύμφωνα με τη δική της οπτική γωνία:

οι αντιθέσεις στις φιλοσοφικές προσεγγίσεις του Κόσμου από τους Έλληνες, σχηματίζουν μια πλήρη όσο και συνεκτική εικόνα του Κόσμου.

Χωρίς η κάθε μια φιλοσοφική περιγραφή να είναι μερική ή αποσπασματική, όλες μαζί οι σχολές πέτυχαν, άλλες σε μικρό άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής στην επιτυχία, να σχηματίσουν μια πλήρη, έγκυρη και αναμεταδόσιμη εικόνα του Κόσμου. Επιλέγοντας σύστημα φιλοσοφικής σκέψης, η διάνοια απλώς επιλέγει έναν τρόπο θέασης, τέτοιο που να ταιριάζει καλύτερα στην ποιότητά της. Καμιά φιλοσοφική σχολή δεν θεώρησε ποτέ ότι αυτή είναι η «μόνη αληθινή», χαρακτηρίζοντας όλες τις άλλες προσεγγίσεις.. «κακόδοξες» «αιρέσεις» της δικής της ερμηνείας του Κόσμου.

Αυτά βέβαια ίσχυαν για τους αβάπτιστους Έλληνες προγόνους μας και τον πολιτισμό που εκείνοι διαμόρφωσαν. Ας εξετάσουμε όμως τι ισχύει στη σημερινή ανθρωπότητα, μία ανθρωπότητα ψυχικά και θεσμικά διαμορφωμένη από τον κυρίαρχο Μονοθεϊσμό. Διότι, εκτός του ότι, από την φύση του και την ποιότητά του, ο Μονοθεϊσμός στερείται οποιασδήποτε φιλοσοφικής προσέγγισης του Κόσμου, επιπρόσθετα στον κυρίαρχο για τον «δυτικό άνθρωπο» Χριστιανισμό απουσιάζει παντελώς το σημαντικό εκείνο στοιχείο του θαυμασμού για τον Κόσμο, στοιχείο που διατρέχει από τη μία άκρη έως την άλλη την Ελληνική σκέψη και θέαση, ωθώντας τη να καταπιαστεί με και να αναδείξει την Φιλοσοφία. Για τον συνειδητό χριστιανό, ο Κόσμος δεν είναι παρά ένα άψυχο κτίσμα, δημιουργημένο από τον υστερόβουλο «Θεό» Ιαχωβά, και ως αντιμετώπιση του, στην βέλτιστη και «πνευματικότερη» των περιπτώσεων η οποία και απέχει βεβαίως από το να χαρακτηριστεί και η λογικότερη, διδάσκεται το ότι πρέπει αυτό το κτίσμα να μείνει ποιοτικά αναλλοίωτο και ανέγγιχτο, όπως τον παρέδωσε ο Ιαχωβάς στον άνθρωπο «του».

Στον εντός της χριστιανικής οπτικής αντίποδα αυτής της «λογικής», υπάρχει η πλήρης αντιστροφή «της εντολής του ανέγγιχτου Κόσμου», η οποία περιφρονεί τον τελευταίο και τον υποβιβάζει σε αναλώσιμο των πιστών.

Είναι βεβαίως πασίδηλο ποια αντιμετώπιση της Φύσης έχει επιλέξει ο σημερινός δομημένος από το Μονοθεϊσμό αυτοτιμώμενος και αυτοεπιβεβαιούμενος «πολιτισμός». Οι μονοθεϊστικές ή εξ αποκαλύψεως Θρησκείες, υποτίθεται ότι «φανέρωσαν» στους πιστούς τους τον «δημιουργό» μέσω των αποκαλυφθέντων «Ιερών Λόγων». Κατ’ αυτές, τίποτε πλέον δεν μένει ανεξήγητο ή «προς εξήγησιν» από τον ανθρώπινο στοχασμό, και όλα μπορούν να «εξηγηθούν πλήρως» με βάση τις… «Γραφές». Ο οξυδερκής παρατηρητής θα έχει προσέξει ότι ακόμα και σήμερα όλοι οι παπάδες προσπαθούν απεγνωσμένα -διότι η εποχή εμφανώς τούς ξεπερνάει- να ερμηνεύσουν το σήμερα με τα κακόγουστα και παραληρηματικά κείμενα των «Γραφών» της Θρησκείας τους, που γράφονταν και ξαναγράφονταν μέχρι τον 3ο μ.α.χ.χ. αιώνα τουλάχιστον.

Οι παπάδες που προσκαλούνται στα τηλεοπτικά παράθυρα και στις «αντικειμενικές» συζητήσεις, χρησιμοποιούν αυτιστικά τα βαρετά τσιτάτα της «Βίβλου» είτε ως φυσική τάχα «αντικειμενικότητα», είτε παραβολικά. Στην περίπτωση δε που τα δεχθούμε ως παραβολές, τότε όχι μόνο περνά η κάμηλος από το μάτι της βελόνας αλλά ολόκληρος δεινόσαυρος, διότι η παραβολή μπορεί να ερμηνεύσει δια μέσου της το ο,τιδήποτε, και μόνο για θεόσταλτη αλήθεια δεν μπορεί να λογίζεται. Όλα πλέον «ερμηνεύονται» με την «αποκαλυφθείσα» «αλήθεια» του Ιαχωβά και του Υιού του μέσω των «Γραφών» και όχι από λογική αναζήτηση έξω από αυτές. ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ. Κι όταν ερευνάς να ερευνάς μόνο τις «Γραφές» ΕΡΕΥΝΑΤΕ ΤΑΣ ΓΡΑΦΑΣ. Είναι πασιφανές ότι απουσιάζει πλήρως από τον συνειδητό χριστιανό η ορμή για πραγματική αναζήτηση και έρευνα του Κόσμου, διότι αφενός δεν μπορεί να υπάρχει… «δεύτερη αλήθεια» ή άλλο δημιουργικό αίτιο, και αφετέρου «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».

Το τραγικό είναι ότι η κάθε πλευρά του Μονοθεϊσμού κρατά για τον εαυτό της τη μοναδικότητα της «Αλήθειας», θεωρώντας ότι η τελευταία έχει δοθεί μόνο σ΄ αυτή την συγκεκριμένη πλευρά από τον ίδιο τον Ιεχωβά (ή μέσω του Υιού ή του Προφήτη του). Αυτή η ψευδαίσθηση έχει τη ρίζα της στη μήτρα καταγωγής του πολυδογματικού Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, δηλαδή στην Ιουδαϊκή Παράδοση, όπως αυτή κατασκευάσθηκε από το ιερατείο των Εβραίων μετά την Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία (βλ. σχετικά τις αποκαλύψεις του Ισραηλινού αρχαιολόγου Χέρτζογκ σε προηγούμενο τεύχος μας) που θέλει την ΦΥΛΗ (την καθοριζόμενη με αιματολογικά μόνον κριτήρια !!) του Ισραήλ περιούσιο έθνος του Ιαχωβά. Είναι φυσικό λοιπόν, όλες οι υπόλοιπες πλευρές του μονοθεϊστικού μονολόγου απέναντι στο Θείο να έχουν τις ίδιες ψευδαισθήσεις για τον εαυτό τους, κατατάσσοντας αυτιστικά ΟΛΕΣ τις υπόλοιπες αδελφές τους πλευρές στις… «αιρέσεις», όρο που στη γλώσσα της μονοθεϊστικής ψυχοπαθολογίας σημαίνει «παραπλανημένη κακοδοξία».

Οι δε φυσικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των Εθνών, θεωρούνται από τους ψυχοπαθολογικούς μονοθεϊστικούς εγκεφάλους σαν… «σατανικές διαβολές» οι οποίες έχουν τάχα γίνει δεκτές από τους «κτηνανθρώπους» (γκοϊ, γκογίμ) επειδή τάχα τα Έθνη δεν είχαν γνωρίσει την αποκάλυψη του Ιαχωβά ή το «χάρισμα του χριστιανικού βαπτίσματος» (προσφάτως δε, ο Ιωαννίνων Θεόκλητος μας ενημέρωσε ότι τα Έθνη δεν είναι παρά… «μεταπτωτική παραχώρηση» του Θεού προς την ανθρωπότητα !!!! «…η έννοια των Εθνών είναι μεταπτωτική παραχώρηση του Θεού στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται όταν τους εντάξει ο Θεός να έχουν εθνικότητα. Η Eκκλησία δεν μπορεί να ακολουθεί αυτό το δρόμο. Ο Απόστολος Παύλος αρνήθηκε τη συναγωγή για να δεχθεί το χριστιανισμό»).

Είναι γνωστός ο τρόπος «κατήχησης» που επαναφέρει τους πλανημένους στο δρόμο του Ιησού Χριστού ή του Αλλάχ: ξίφος, φωτιά, εκδορά, ανασκολοπισμός, και λοιπό και λοιπά για να μην απαριθμήσουμε εδώ όλη την απίθανη μονοθεϊστική ευρηματικότητα στους τρόπους βασανισμού ανθρώπων. Η μονοθεϊστική αλλοφροσύνη γύρισε το ανθρώπινο πνεύμα χιλιετίες πίσω, νομίζοντας βλακωδώς και με έπαρση ότι δεν υπάρχει τίποτε από τον Κόσμο που να έχει απομείνει για να εξηγήσει το ανθρώπινο μυαλό, γιατί αυτός, ως… «κτίσμα», έχει φτιαχτεί με… σοφία, η οποία έχει αποκαλυφθεί στα… «Ιερά» κείμενα, έτσι η ορμή για έρευνα, και κατά συνέπεια για πρόοδο, φυλακίστηκε μέσα στις γραμμές των «Ιερών» βιβλίων του μονοθεϊσμού στο «Τορά», στη «Βίβλο» ή στο «Κοράνι»: Ο σίγουρος δρόμος για τη… «Βασιλεία των Ουρανών» !!!

Οι χριστιανικοί κανόνες που πρέπει ν΄ ακολουθεί κάποιος κατά τη διάρκεια του βίου του για ν΄ ανταμειφθεί μετά θάνατον, η τήρησή τους ή η παράβλεψή τους, αυτοί είναι που μονοπωλούν το ενδιαφέρον του Ιαχωβά που κάθεται στον εξωκοσμικό του θρόνο και κρατά σημειώσεις για να μπορέσει να θυμηθεί τον καθένα ξεχωριστά την ώρα της κρίσης. Οι κανόνες αυτοί, εμπνευσμένοι από μυαλά που δείχνουν να έχουν την χριστιανική δεισιδαιμονία της ψυχοπαθολογίας ως χρόνιο ναρκωτικό της λογικής και των ενστίκτων, ακόμα κι αν ακολουθηθούν έστω και σε μικρό βαθμό, και όχι τόσο επίμονα όσο εκβιάζει η Εκκλησία, οδηγούν στη δημιουργία νευρωτικών και ψυχοεξαρτώμενων χαρακτήρων.Ιδιοφυείς ψυχοτρομοκράτες αυτοί που τους εφηύραν. Όλη αυτή παθολογία που επακολουθεί της παραδοχής των χριστιανικών κανόνων, αθροίζεται σε ΑΠΟΛΥΤΟ μίσος ενάντια στον Φυσικό Κόσμο. Είναι αυτή η «άψυχη» Φύση, η, για τους χριστιανούς, γεμάτη… πειρασμούς και… αμαρτήματα που στερεί από τους «ομολογήσαντες το βάπτισμα» κάποιο ομορφότερο και καλύτερο πεπρωμένο, εκείνο του… Παραδείσου, το οποίο όμως μπορούν ν’ απολαύσουν ΜΟΝΟ μετά τον φυσικό τους θάνατο. Για να γίνει σίγουρη όμως η περίφημη είσοδος στον Παράδεισο, θα πρέπει ν΄ ακολουθούνται δια βίου ΟΛΕΣ οι αρνησίζωες, ταπεινωτικές και αντιφυσικές υποδείξεις, ΟΛΕΣ οι γεμάτες στερήσεις εντολές, του Ιαχωβά, του Υιού του και των παπάδων του, οι οποίες τελικά οδηγούν στο γενικευμένο μίσος για ο, τιδήποτε το Κατά Φύσιν, για ο, τιδήποτε το φυσιολογικό. Αυτό, με τη σειρά του σπρώχνει τον δούλο του Ιαχωβά ακόμη πιο βαθιά μέσα στην ενοχή, με το ανόητο σκεπτικό ότι ο Ιαχωβάς, παρεμβαίνοντας τάχα, του στέλνει επίσης και διάφορες… «δοκιμασίες» για την πίστη του. Ο φαύλος κύκλος του παραλόγου, που δεν έχει τέλος στις παρανοημένες διάνοιες. Ο σίγουρος δρόμος για τη βασιλεία των ουρανών: «μακάριοι οι πτωχοί τωι πνεύματι» δεν είπανε;

Αντίθετα από όλες αυτές τις διεστραμμένες εμμονές, ο Ελληνικός Τρόπος και Αντίληψη στέκουν από την πλευρά της Ελευθερίας, της Λογικότητας και της Αξιοπρέπειας. Οι Έλληνες Θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες χαρακτηροδομές, ανασφάλειες, ή μικροϋποθέσεις (και εδώ έχει δίκιο ο Επίκουρος), το μοναδικό ζητούμενο που θέτει στους ανθρώπους η Εθνική μας, απολύτως καταφάσκουσα τη ζωή, Θρησκεία, είναι να μετέχουν ΤΙΜΙΩΣ στο κοσμικό γίγνεσθαι, ζώντας σύμφωνα με την εσωτερική και την περιβάλλουσα Φύση. Εκεί είναι που οδηγούν οι Φιλοσοφικές Σχολές μας, δηλαδή στην κατανόηση του τρόπου που θα γίνει αυτό και στην εφαρμογή των φιλοσοφικών λόγων στην καθημερινή πράξη. Η Ελληνική Φιλοσοφική Σκέψη δεν έγινε ποτέ αντιφυσική, διότι μοιράζεται και μετέχει της έγκυρης σύλληψης του Κόσμου, που τον θέλει αυτοδημιούργητο και αυτογέννητο, με τους Θεούς να μετέχουν σε αυτόν ως ενσυνείδητες δυνάμεις που τον συγκροτούν και τον συγκρατούν σε συνάφεια και λειτουργία. Δεν ασχολούνται οι Θεοί μας με τις λεπτομέρειες της ζωής του καθενός και επίσης η ύπαρξή τους δεν εξαρτάται από το αν πιστεύουν σε αυτούς οι άνθρωποι ή όχι, ούτε και χρειάζονται τα παλαβά θαύματα για να πιστοποιήσουν την ύπαρξη τους. Άλλωστε, η πραγματική σφαίρα των Θεών, ο Όλυμπος, γίνεται επαρκώς αντιληπτή μέσω της νόησης και του Ορθού Λόγου, δύο χαρακτηριστικών που έχουν δωθεί από τους πρώτους στους ανθρώπους, ακριβώς για να επικοινωνούν με τους Θεούς, και να εξηγούν λογικά τον Κόσμο.

Αν και οι Θεοί δεν ενδιαφέρονται για το τι πράττουν ή τι δεν πράττουν οι ανθρώπινες ατομικότητες, εν τούτοις, ως δυνάμεις οι οποίες μετέχουν στο ΕΙΝΑΙ, αντιλαμβάνονται τον Κόσμο και τ΄ ανθρώπινα ως συγκροτημένη συλλογικότητα, στο μέτρο που αυτή η συλλογικότητα διαφυλάττει και ενισχύει ή διαταράσσει την Κοσμική Τάξη (και εδώ έχουν δίκιο οι Στωϊκοί). Οι Θεοί, επεμβαίνουν ως αυτορρυθμιστική ενέργεια του ΕΙΝΑΙ, για να συνεχίσει να υπάρχει και να κινείται ο Κόσμος, και όχι για να διορθώσουν τυχόν «άπρεπες» -κατά τα διαφορετικά, ούτως ή άλλως, ανά τους αιώνες ισχύοντα- ανθρώπινες συμπεριφορές (και εδώ ας κάνει μια αναγωγή ο αναγνώστης για το τι είδους κοινωνία ΔΥΝΑΤΑΙ να μορφώσει ο Μονοθεϊσμός και τι είδους ο πολυαρχικός Πολυθεϊσμός στο πεδίο της ελευθερίας του ανθρώπου, όταν η θέση του Θεού στον μονοθεϊσμό είναι για να «ρουφιανεύει» τ΄ ανθρώπινα, ενώ η θέση των πραγματικών Θεών στον Πολυθεϊσμό είναι απλώς για να συνεχίσει ο Κόσμος να ΕΙΝΑΙ).

Η «έγνοια» των Θεών για τον Κόσμο συμβαίνει ως οντολογική ανάδυση μέσα από τη σφαίρα του Θείου, και όχι κάπου μακριά και διάφορα αυτού, με σαφή προσανατολισμό και κίνηση προς τ΄ ανθρώπινα. Αυτό που οι Στωϊκοί απεκάλεσαν : «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΤΟΝΟ» αφορά την Ενεργητική Αρχή, η οποία συνέχει τα όντα μεταξύ τους, οικονομώντας την Τάξη στο Χώρο και τον Ρυθμό στη Μεταβολή. Ο ΤΟΝΟΣ αμύνεται στη διαλυτική ροπή του Κόσμου, στην Εντροπία του Σύμπαντος, η οποία, αν κυριαρχήσει, οδηγεί στο Χάος και τη διάλυση. Ωστόσο, οι Θεοί αντιλαμβάνονται, ή, ορθώτερα, θέλουν και αντιλαμβάνονται, τις Πράξεις και τον Λόγο μεμονωμένων θνητών υπάρξεων στις περιπτώσεις της Ιεροπραξίας της Ηρωϊκής Πόρευσης και της Φιλοσοφίας.

Όταν τελετουργεί ένας θνητός γίνεται αντιληπτός στους Θεούς, μέσω του λόγου που απευθύνει προς αυτούς. Ο Ορθός Λόγος, όπως προείπαμε, έχει δοθεί από τους Θεούς στον άνθρωπο για να μπορεί ν΄ αναλύει και να ερμηνεύει τον Κόσμο, και για να επικοινωνεί μαζί τους. Στις Εθνικές Ιεροπραξίες (στις ιεροπραξίες εκείνες που απευθύνονται σε υπαρκτές θείες οντότητες και όχι σε σκεπτομορφές όπως συμβαίνει στον Μονοθεϊσμό) οι Θεοί ανταποδίδουν προς τον θνητό, όχι όμως γιατί ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν τ΄ ανθρώπινα… ρουσφέτια, αλλά διότι οι «προς αυτούς ευχές» είναι διατυπωμένες με το ομοούσιο εκείνο κομμάτι του Θείου που κατέχουν οι θνητοί, με τον Λόγο. Συντονίζεται η ανθρώπινη διάνοια με την συμπαντική, αποκτώντας παραπλήσιο ρυθμό και δόνηση και «αντλεί» από αυτή. Αυτό ανταποδίδουν οι Θεοί, Λόγο, Ορθό Λόγο. Από εκει και πέρα, μέχρι ποίου σημείου γίνεται ο τελευταίος προσλήψιμος, και πώς αυτός χρησιμοποιείται από τους θνητούς, εξαρτάται από την ποιότητα του καθενός.Η δυνατότητα που ανοίγεται στον θνητό να περπατήσει σε ετούτη την γη με το βήμα και το ρυθμό του Ήρωα είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της φυλής των ανθρώπων, το οποίο τους αποκόβει από το ζωώδες και τους οδηγεί προς τη σφαίρα των Θεών. Με συνεχή, επίμονη και επίπονη προσπάθεια, πορεύεται ο θνητός μέσα στο ηρωϊκό «σκέπτεσθαι» και «πράττειν» με πράξεις Αθανατισμού, κάτι που συμπαρασύρει προς τα επάνω και τους ομοίους του, γινόμενος το άριστο παράδειγμα και ο οδηγητής.

Ο Ήρως, σε περιόδους ειρήνης κάνει «άθλους» όταν ξεπερνά τα θνητά μέτρα, και σε περιόδους συγκρούσεων μάχεται με γενναιότητα για το «κλέος» και τις ΙΔΕΕΣ που του επέτρεψαν ν΄ ανυψωθεί στα ηρωϊκά επίπεδα, στις ίδιες ΙΔΕΕΣ που καθιστούν όλους τους ομοίους του εν δυνάμει στο ίδιο επίπεδο με αυτόν. Θα συναντήσουμε και εδώ τη συνεχή επαφή του Ήρωα με τον κόσμο των Αθανάτων, να τον τροφοδοτούν διαρκώς με οξύνοια και λογικότητα. Χωρίς τη λογική συγκρότηση, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, χωρίς την πρόνοια, η γενναιότητα του Ήρωα μετατρέπεται σε αυτοκαταστροφική. Παρόμοια, σε μια ανάλογη πορεία, ο οπλίτης που μετείχε στη φάλαγγα, άνοιγε δίοδο επικοινωνίας με τους Θεούς, τραγουδώντας λίγο πριν τη μάχη τον «παιάνα», ενώ κατά τη διάρκειά της προσπαθούσε να φανεί γενναίος στα υψηλά επίπεδα εκείνων, «κρατώντας την θέση». Η οργή και η ορμή του πολεμιστή μετατρέπονταν, λόγω της αυστηρά συγκροτημένης εκπαίδευσής του, σε στρατηγική κίνηση και αποφασιστικότητα που έκανε τη φάλαγγα να μάχεται σαν ένα σώμα προέκταση των Αθανάτων, και τελικά επέφερε την σαρωτική ήττα και τον πανικό στους αντιπάλους. Αυτή είναι η αιτία, συν την αποδοχή κανόνων στη διεξαγωγή του πολέμου από τους αντιμέτωπους, που οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η διεξαγωγή του πολέμου είχε φύση ημιθρησκευτική.

Έτσι λοιπόν μπορούμε ν΄ απαντήσουμε στο ερώτημα που έθεσε ο Διογένης από τα Οινόανδα, στον πολύ προγενέστερό του βεβαίως, Εμπεδοκλή: « (Ο Εμπεδοκλής ) λέει πως οι ψυχές μεταβαίνουν από σώμα σε σώμα μετά από κάθε θάνατο και ότι αυτό συμβαίνει επ’ άπειρο, λες και δεν θα μπορούσε κανείς να του πει: « Εμπεδοκλή, αν μπορούν οι ψυχές να επιβιώνουν ασώματες, χωρίς να (χρειάζεται να) τις χώνεις μέσα σ΄ ένα ζωντανό πλάσμα και για το λόγο αυτό να τις μεταβάλεις, τι τη θέλεις τη μετάβαση από το ένα σώμα στο άλλο; Ώσπου να μεταβούν αυτές και να περάσουν μες στη φύση κάποιου άλλου ζωντανού πλάσματος, έχουν να πάθουν φοβερή ταραχή. Αν πάλι οι ψυχές δεν μπορούν με τίποτα να επιβιώσουν δίχως ένα σώμα, τότε τι παιδεύεσαι και τις παιδεύεις κι αυτές ακόμα περισσότερο, τραβολογώντας και κουβαλώντας τες από το ένα ζώο στο άλλο;» (Διογένης Οινοανδέας Εκδόσεις Θύραθεν).

Η αναπνοή στο νεογέννητο δεν συμβαίνει για να ποιήσει τον άνθρωπο δούλο της σωματικότητας, όπως ίσως θα ήθελε ο επικούρειος Διογένης, για να βρίσκει προφανώς οπαδούς η Φιλοσοφική Σχολή στην οποία ανήκε. Η ενσωμάτωση της ψυχής στους ανθρώπους γίνεται για να τους χαριστεί ο ΛΟΓΟΣ και να τον χρησιμοποιούν κατά τα πρέποντα σε άνθρωπο, που θα υψωθεί ως ενσυνείδητη στο όλο της οντότητα, στην ένωσή του με τους Θεούς. «Να ζήσεις σύμφωνα με τη φύση σου. Και η φύση σου άνθρωπε...» θα μπορούσε ν΄ απαντήσει ο Εμπεδοκλής, αν ζούσε την εποχή του Διογένους, «...δεν σε έκανε μόνο για να γεμίζεις και ν΄ αδειάζεις το στομάχι σου, ούτε ν΄ αδειάζεις το σπέρμα σου, ούτε καν να μαζεύεις μικρά τυπωμένα χαρτάκια στερούμενα οποιασδήποτε αξίας. Η φύση σ΄ εποίησε ώστε να μην ομοιάζεις με τα υπόλοιπα κτήνη του ζωϊκού βασιλείου, σ΄ έκανε να ξεχωρίζεις απ΄ αυτά και σου έδωσε Ορθό Λόγο, χρησιμοποίησέ τον λοιπόν κατά τα πρέποντα σε άνθρωπο που θέλει να ομοιάζει σε Θεούς και όχι προς τα ζώα».

Η Ιεροπραξία, ως η διαρκής επικοινωνία με τους Θεούς, το Ηρωικό Έθος, ως το όχημα του σώματος, η διάθεση της σωματικότητας και το ξεπέρασμά της μέσω της εκλογίκευσης των άλογων κινήσεων της ψυχής, που πλέον δεν μπορούν να στερήσουν τις δάφνες του θριάμβου από τη γενναιότητα, μαζί με τη Φιλοσοφία, ως τη διαλεκτική ενασχόληση της ψυχής με τον τόπο καταγωγής της, αυτά τα τρία σημεία αναφοράς μπορούν να ειδωθούν ως μια σύμπλεξη κορύφωσης στο πέρας της οποίας αναμένει το χρίσμα της εν Θεοίς Ελευθερίας, της ολοκληρώσεως. Αυτός που κατάφερε να εκλογικεύσει τις άλογες κινήσεις της ψυχής του, καθίσταται κύριος του εαυτού του, ελεύθερος και αήττητος στον εσωτερικό του Κόσμο. Παραμένει προσηλωμένος στην αταραξία του ή οποία δεν εκπίπτει σε απάθεια και παραίτηση διότι την συγκροτεί η Αρετή, βέβαιος ότι ουδείς δύναται να τον βλάψει.Ο γενναίος στη μάχη είναι ο δίκαιος στην ειρήνη, ο ατάραχος στον εσωτερικό του Κόσμο, είναι ο ανυποχώρητος στα κοινωνικά προτάγματα και τις αρχές του. Βγαίνει με την όψη του όντος, στην κοινωνική αρένα, και στέκεται αυτοδύναμα στα δικά του σταθερά πατήματα, παραμένει ανυποχώρητος στα αιτήματά του, και γνωρίζει ότι είτε θα πραγματωθούν είτε θα χαθεί και ο ίδιος μαζί τους. Το ξίφος της διεκδίκησης, είτε κόβει, είτε σπάει, δεν λυγίζει ούτε «μπουκώνει», γιατί τότε φτιάχνει κοινωνία χαύνα, αλλήθωρη και κουτσοπόδα.

Η Ελληνική Φιλοσοφία κατανόησε την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και κίνησε ν΄ αλαφρώσει το βάρος της μπροστά στην κοινή μοίρα όλων των θνητών. Η κοινή καταγωγή των όντων έμελλε στα χέρια της Φιλοσοφίας να τα οδηγήσει στην κοινή τους κατάληξη, στην επιστροφή τους στον ΛΟΓΟ. Χωρίς έπαρση, μακριά από τις οχλαγωγίες των απαίδευτων, χωρίς να ρίχνει τις ευθύνες στους Θεούς ή στην Τύχη, ήρεμα και κυρίως γαλήνια, αποφασιστικά και συνάμα πλήρως συμφιλιωμένα με όλα αυτά που έλαχαν στη διάρκεια της σύντομης πορείας των όντων μέσα στον έναρθρο Λόγο. Η Φιλοσοφία θέλει τον άνθρωπο να πορεύεται συμφιλιωμένος με τη παγκόσμια Φύση, παραδίδοντάς της όλα εκείνα που δανείστηκε από αυτήν κατά τη διάρκεια του βίου του:

«ΕΝΕΒΗΣ, ΕΠΛΕΥΣΑΣ, ΚΑΤΑΧΘΗΣ, ΕΚΒΗΘΙ»

θα μονολογήσει με στωϊκότητα ο Μάρκος Αυρήλιος και μαζί μ΄ αυτές τις τέσσαρες λέξεις θα κουβαλήσει το άχθος της τραγικής ύπαρξης από το πεδίο του φόβου στο πεδίο της Φιλοσοφίας. Το άχθος αυτό όμως είναι φορτίο αβάσταχτο για τους πλανεμένους στη σκοτεινή δεισιδαιμονία του Ναζωραίου, πελώριο όσο και τα παράλογα αμαρτήματα που τους έχουν πείσει ότι πρέπει να κουβαλούν («Ο ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΝ ΛΙΘΟ ΒΑΛΕΤΩ», δεν είπανε οι συγγραφείς της Νέας Διαθήκης τους;). Ας πιάσουμε λοιπόν πρώτοι τον λίθο από κάτω και ας τον εκσφενδονίσουμε με δύναμη ενάντια σ΄ αυτούς που κατάντησαν τη ζωή ένα σμάρι ενοχών και παραλογισμού, και ας φροντίσουμε να μην αστοχήσουμε. Να μη μας ξεφύγει ο Ναζωραίος που κρύβεται μέσα μας.«ΕΝΕΒΗΣ, ΕΠΛΕΥΣΑΣ, ΚΑΤΑΧΘΗΣ, ΕΚΒΗΘΙ»έγραφε ο Μάρκος Αυρήλιος με ρίγος θανάτου που ωστόσο άφηνε αρυτίδωτη τη θάλασσα της εσωτερικής του γαλήνης. Ας πιάσουμε όπως και εκείνος το Μίτο στην απώτατη απαρχή του, από κείνη τη σιαγόνα ύαινας, την τελετουργικά τοποθετημένη επάνω στον προαιώνιο βωμό στο σπήλαιο των Πετραλώνων, ένα προ 500.000 ετών σημάδι φόβου και απότομης επίγνωσης θανάτου, και ας τον ξετυλίξουμέ μέχρι την έσχατη πνοή του πολιτισμένου κόσμου, με τις ίδιες τέσσαρες εκείνες λέξεις. Ας τον χαιρετήσουμε σε νύχτα αφέγγαρη, καθώς αφήσει ατάραχη την γαληνεμένη του θάλασσα ν΄ αστραποβολά το καθρέπτισμα των άστρων και να στέλνει το φως το δικό του και της Φιλοσοφίας στα πέραντα του Σύμπαντος. Όντως, ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ.

Τις λέξεις έβαλε σε διάταξη ο Κώστας Κεχαγιάς

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Διιπετές")

ΜΙΑ ΚΟΣΜΟΑΝΤΙΛΗΨΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Η μοίρα θέλησε να γεννηθώ «πολίτης» (στην ουσία «υπήκοος», υπακούων) ενός κράτους που μοιάζει να κατανόησε μέσες – άκρες τι περίπου είναι η Δημοκρατία μόλις πριν από 2 – 3 δεκαετίες, ενός κράτους που ποτέ του δεν γνώρισε Διαφωτισμό και ποτέ του δεν γνώρισε την πραγματική Παιδεία. Η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αυτού του κράτους ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να γέρνει σε ένδειξη υποταγής τον αυχένα μπροστά σε χρυσοστόλιστες φιγούρες αλαζονικών θεοκρατών, θρησκόληπτοι υπουργοί και βουλευτές καταθέτουν την υποτιθέμενη «βούλησή» τους σε ιδιόρρυθμους και ανέραστους «πνευματικούς», ενώ ένα τεράστιο ποσοστό του πλούτου της πατρίδας μου εξακολουθεί να κατέχεται παράνομα από τους θεοκράτες, προϊόν καταπατήσεων και απροκάλυπτης συνεργασίας με παλαιούς κατακτητές, δίχως κανείς πολιτικός να τολμά να κάνει νύξη έστω για την (κανονικά αυτονόητη) δήμευσή του.

Μου επεφύλαξε επίσης η μοίρα την δυσάρεστη εμπειρία να αποτελώ ακούσιο μέλος μίας θεοκρατικής κοινωνίας, ξέχειλης από φανατισμό, δεισιδαιμονία και καθυστέρηση, μίας φοβικής, υποκριτικής και εσωστρεφούς κοινωνίας που έχει κουρδιστεί να μισεί κάθε διαφορετικότητα και φυσικά δεν εγείρει την ελάχιστη έστω ένσταση σε εκείνους (και δεν είναι και λίγοι!) που προπαγανδίζουν ανοικτά την επιστροφή στην σκοτεινή εποχή της βυζαντινής σηπεδόνας. Δούλοι της άγνοιας και της θεοφοβίας, οι περισσότεροι Νεοέλληνες, όλων μάλιστα των πολιτικών αποχρώσεων, όχι απλώς ανέχονται αλλά και υποστηρίζουν κι από πάνω εκείνους, των οποίων η επί αιώνες επίσημη πολιτική θέση ήταν (και κρυφίως εξακολουθεί να είναι!) το ότι δήθεν η Δημοκρατία αποτελεί… «civitas diaboli» («πολίτευμα του Διαβόλου»).

Η ίδια μοίρα ωστόσο με προίκισε με την διάθεση για αντίσταση ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Η τύχη να συμπέσει η βιολογική ενηλικίωσή μου με τα τελευταία χρόνια της συναρπαστικής και «όλως ενηλικιωτικής» δεκαετίας του 70, μου επέτρεψε να αγωνιστώ από πολύ νωρίς ενάντια στα παραπάνω, αλλά και να μπορέσω αργότερα να αποκτήσω αρκετά ευρεία και ολιστική ματιά, ώστε να εντάξω σε αυτόν τον αγώνα πράγματα που αρχικά έμοιαζαν (αλλά καθόλου μα καθόλου δεν ήσαν!) ξένα μεταξύ τους.

Από το 1990 δηλώνω Έλληνας στην κοσμοαντίληψη και το έθος ή «Έλληνας Εθνικός», αν και κανονικά θα αρκούσε ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει αυτά που είναι να δηλωθούν, εάν δεν είχε ατυχήσει ο όρος να εκπέσει σε υπηκοότητα ενός κράτους που έχει επιλέξει καπηλευτικά να αυταποκαλείται «Ελληνικό». Τιμώ έμπρακτα τα όσα τιμούσαν οι πρόγονοί μου πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, ακολουθώ το αξιακό τους σύστημα και υπηρετώ τις πολιτικές αρετές που εκείνοι ανέδειξαν, με πρώτη όλων την Δικαιοσύνη.

Εν περιλήψει, δέχομαι τον Κόσμο («στολίδι» κατά τους προγόνους μου) ως την μία, αιώνια, άκτιστη και αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα, που δεν την δημιούργησε κανένα εξωτερικό της αίτιο (πόσο μάλλον… πρόσωπο - Θεός).

Δέχομαι τους Θεούς ως εσωκόσμιες και μη προσωπικές ταξιθετικές οντότητες, δέχομαι την υποχρεωτική πολυμορφία και πλήθυνση, με λίγα λόγια την Δημοκρατία στους Ουρανούς, καθώς και τον Ορθό Λόγο ως βασικό συστατικό της Ουσίας του σύμπαντος.

Δέχομαι την ύπαρξη εκείνου που μπορεί να λεχθεί «Κακό» μόνο «κατά παρακολούθηση» του Αγαθού και ποτέ αυτόνομα, δεν αναγνωρίζω δυϊστικές υποτιθέμενες αντιμαχίες «καλών θεών» και «διαβόλων», δεν αποδέχομαι κανενός είδους δαιμονοποίηση της γνώσης, της ελευθερίας ή του ερωτισμού.

Δέχομαι τον άνθρωπο ως ένα έλλογο και πολιτικό ον, ικανό για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο αναλόγως του βαθμού Αρετής που αυτό κατέχει και το οποίο οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με κάθε τι το ανθρώπινο και, κυρίως, με την πεποίθηση ότι δεν βαρύνεται από κανένα απολύτως κληρονομημένο «αμάρτημα».

Δέχομαι την θρησκευτική εκδήλωση όχι ως απελπισμένη κίνηση για υποτιθέμενη σωτηρία επίσης υποτιθέμενων ατομικών ψυχών, αλλά ως εκδήλωση που συνέχει την κοινότητα (την «πόλη» στην αρχαιότητα) και αποτελεί την αυτονόητη ευχαριστία των θνητών προς τους αθάνατους για το δώρο της ζωής. Την δέχομαι επίσης όχι ως διαχωρισμένη από τις λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και, φυσικά, ανεξάρτητη από αυτοδηλωμένους επαγγελματίες «εκπροσώπους» (!) του θεϊκού στοιχείου επί της γης.

Δέχομαι την πολυμορφία όχι μόνο των βιολογικών μορφών, αλλά και των μορφών κουλτούρας, πολιτισμού και, φυσικά, θρησκευτικής έκφρασης και φιλοσοφικής αναζήτησης και θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του ψυχικά υγιούς ανθρώπου τον διαρκή πόλεμο ενάντια σε ό,τι απειλεί να καταργήσει αυτή την πολυμορφία.

Τιμώ τέλος ως ιερό (δασυνόμενο, εκ του «γερόν») μόνον ό,τι καταφάσκει και ενισχύει το φαινόμενο της ζωής και κατ’ επέκταση θεωρώ ανίερη κάθε μορφή θανατολαγνείας ή λειψανολατρίας.

Τα πιο πάνω αποτελούν σήμερα κοινή πεποίθηση μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μου, που επιτέλους βρήκαν το θάρρος να την δημοσιοποιήσουν (αν και όχι δίχως κόστος), ενώ, από ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, πολλοί περισσότεροι θα βρούνε το ίδιο αυτό θάρρος στο άμεσο μέλλον. Και τότε, πάρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν σε αυτόν τον ένδοξο αλλά χιλιορημαγμένο τόπο. Τον τόπο που κάποτε εφηύρε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία, αλλά σήμερα δυναστεύεται ακόμα, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό Βυζάντιο, από τα ακριβώς αντίθετά τους.

Βλάσης Γ. Ρασσιάς

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή» και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές». Πηγή: η ιστοσελίδα του συγγραφέα)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΑΓΡΙΩΝΙΟΣ


Το «Αγριώνιος» απετέλεσε λατρευτικό επίθετο του Βάκχου σε μία σειρά Ελληνικές πόλεις που ετελούντο τα Αγριώνια ή Αγριάνια πιθανώς κατά τον ομώνυμο μήνα. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, σε αυτήν την εορτή γινόταν αναπαράσταση ενός παλαιού μύθου όπου ο Διόνυσος τιμωρεί τις θυγατέρες του Μινύου διότι δεν παρευρίσκονται, όπως όλες οι άλλες γυναίκες, στην εορτή του. Αυτές, χάνοντας τα λογικά τους, ζητούν να φάνε ανθρώπινο κρέας και βάζουν κλήρο για να φάνε έναν από τους γιους τους. Ο κλήρος έλαχε στον γιο της Λευκίππης, τον Ίππασον, τον οποίο και κατεσπάραξαν. Έπειτα αυτές άρχισαν να τρέχουν μανιωδώς στους γύρω λόφους Οι γυναίκες, αντίστοιχα, στην εορτή αυτή, τις τρεις πρώτες νύκτες κατεδίωκαν συμβολικά τον Διόνυσο στα τριγύρω βουνά και όταν επέστρεφαν, αφού δήλωναν ότι ο θεός τους ξέφυγε γιατί κατέφυγε στις Μούσες, διασκέδαζαν με συμπόσιο και λύνοντας αινίγματα. Από τους εορτασμούς των πρώτων ημερών αποκλείονταν οι Ολείες, δηλαδή οι γυναίκες του γένους των Μινύων, οι οποίες συμμετείχαν μόνον την τέταρτη ημέρα όπου συγκεντρώνονταν, παρουσία των πενθοφορεμένων ανδρών του γένους τους, στο Ναό του Διονύσου. Τότε άρχιζε ο ιερέας του ναού, υπό το βλέμμα των ανδρών τους που δεν είχαν δικαίωμα να αντιδράσουν, κατα το έθιμο, να προσποιείται ότι τις καταδιώκει για να τις φονεύσει.

Την εποχή όμως του Πλούταρχου, στα Ορχομένια Αγριώνια, ο ιερέας Ζωίλος, παρασυρθείς από τον οίστρο του, σκότωσε μια νεαρή Μυνιάδα. Για την πράξη αυτή, αφαιρέθηκε από το γένος του Ζωίλου η κληρονομικότητα της ιεροσύνης και το χειρότερο, απαγορεύθηκε από τους Ρωμαίους η τέλεση αυτού του πανάρχαιου εθίμου (οι Ρωμαίοι γενικότερα έδειχναν μεγάλη αντιπάθεια προς τις εορτές και τα μυστήρια του Διονύσου, ιδιαίτερα, όταν εισήχθηκε η λατρεία του στη Ρώμη τον 2ο αι. π.α.χ.χ. αντιμετωπίστηκε με διωγμούς και απαγορεύσεις των τελετών).

Λέγεται ότι συνεχείς συμφορές έπληξαν την πόλη του Ορχομενού όπου και ετελούντο, ανάμεσα σε άλλες πόλεις, τα Αγριώνια, σαν ανταπόκριση του θεού στην αξιόμεμπτη αυτή πράξη. Λέγεται επίσης ότι ο Ζωίλος αρρώστησε και πέθανε αμέσως μετά το φόνο. Σαφώς αυτή η πράξη ήταν καταδικαστέα από όλους τους Εθνικούς και αντιβαίνουσα ως προς το ελληνικό έθος. Αυτή η πράξη, που συγκλόνισε τους ανθρώπους τόσο ώστε να υφέρπει η φήμη και η άποψη ότι τα γεγονότα που συνέβησαν αργότερα προκλήθηκαν από τον ίδιο το θεό, έδωσε τις βάσεις, στους πρώτους εβραίο-χριστιανούς να πολεμήσουν τον Έλληνα Άνθρωπο και στους ύστερους εβραίο-χριστιανούς, αφού επικράτησαν, αφελώς να προσπαθούν να τον φιμώσουν, παρουσιάζοντας τους προγόνους του ως χαιρέκακους και κακεντρεχείς, γράφοντας περί ανθρωποθυσιών στην πάτρια -και μόνη- Ελληνική Θρησκεία, ακόμα και μέσα σε σχολικά βιβλία.

Ίσως μία από τις θεολογικά πιο ακριβείς, ωστόσο επιφανειακές, ερμηνείες του χαρακτήρα των εθίμων του Διονύσου να είναι ότι ο οίστρος, η αγριότητα, το πάθος, η εκστατικότητα και η άκρατη εκδηλωτικότητα που επιφανειακά διακρίνεται, έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, υποδηλώνοντας, όπως διαφαίνεται και μέσα από τους ίδιους τους μύθους που σχετίζονται με το θεό, την αναζωογονητική, γονιμική, εξαγνιστική, πολυμορφική φύση του αέναου κόσμου.

Η προσέγγιση της έννοιας του εξαγνισμού συλλαμβάνεται μέσα από την ευρύτερη ιδέα της αρμονίας. Στην Διονυσιακή λατρεία, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα επίθετα του θεού, το στοιχείο της αντίθεσης και της κυκλικής ροής είναι κάτι περισσότερο από εμφανές. Ο θεός, όπως κάθε άλλη θεότητα, δεν υπάγεται σε προσωποποιήσεις κι έτσι επίθετα όπως το Αγριώνιος ή το Άγριος φανερώνουν μόνο την μια πλευρά μιας εξισορροπημένης κοσμικής κατάστασης, η οποία πραγματώνεται μέσω της ύπαρξης του αντιθέτου. Για αυτό τον λόγο ο Διόνυσος παρουσιάζεται και ως Ήπιος, ως Τερπνός κλπ. Είναι αυτή, η διαρκής κυκλική ροή των πραγμάτων, ζωής και θανάτου, που επιφέρει μια συνεχή διαδικασία εξαγνισμού όπου τα πάντα επιστρέφουν στην ισορροπία και εν συνεχεία στην αρμονία. Ο θεός, συνάμα, μέσα από το εθιμικό μέρος της λατρείας, καταφεύγει στις Μούσες, όχι για να εκπολιτισθεί, αλλά για να ενεργοποιηθούν οι αντίρροπες δυνάμεις που είναι τόσο αναγκαίες για το συμπαντική ευταξία.

Δ. Κοκκότης

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές»)

26 Απρ 2008

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ

Η ποικιλία των ανθρωπίνων φυλών έχει ως συνέπεια την πολυμορφία των θρησκειών και των γλωσσών. Οι γλωσσολόγοι έχουν ταξινομήσει τις γλώσσες σε οικογένειες. Θα μπορούσαμε με τον ίδιον ακριβώς τρόπο να διακρίνουμε και οικογένειες θρησκειών που θα αντιστοιχούσαν στις οικογένειες των εθνών.

Η πρωταρχική εκκάλυψις, δηλαδή η πρώτη εντύπωσις που το σύνολον των όντων χαράσσει στην ανθρώπινη ψυχή, ερμηνεύεται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, αναλόγως προς το ιδιαίτερο πνεύμα της κάθε φυλής. Δύναται κανείς να συλλάβει το Σύμπαν ως έναν μηχανισμό, ώς έναν οργανισμό ή ως μία μουσική συμφωνία. Στα τρία διαφορετικά αυτά είδη κοσμοαντιλήψεως αποκρίνονται τα τρία μεγάλα θρησκευτικά μορφώματα της αρχαιότητος. Ο Μονοθεϊσμός συλλαμβάνει την φύση ως μία εξωτερική βούληση. Ο Πανθεϊσμός την αναπαριστά ως μία ζώσα ενότητα η οποία φέρει εντός της την ίδια της την κινητήριο αρχή. Ο Πολυθεϊσμός βλέπει στην φύση ένα σύνολο ανεξαρτήτων ενεργειών η συνδυασμένη όμως δράσις των οποίων γεννά την παγκόσμιο αρμονία.

Καθώς η πραγματικότης είναι το κάτοπτρον του ιδανικού, οι κοινωνίες μορφώνονται σύμφωνα με τον τρόπο μέσω του οποίου τα μέλη τους νοούν την συμπαντική τάξη. Στις μονιστικές θρησκείες αντιστοιχούν οι διάφορες μορφές του αυταρχισμού, η Μοναρχία στον Μονοθεϊσμό και η ιεραρχία της κάστας στον Πανθεϊσμό. Ο Πολυθεϊσμός από την άλλη, καθώς έχει ως αρχή του την πολλαπλότητα των πρώτων αιτιών, βρίσκει την κοινωνική του έκφανση εις την Δημοκρατία.

Η φυσική θρησκεία της άριας οικογένειας είναι ο Πολυθεϊσμός. Ανάμεσα όμως στα μέλη της οικογένειας αυτής υπήρξαν ανομοιότητες οι οποίες εκδηλώθησαν στο πέρασμα των αιώνων, ενώ οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις απετέλεσαν πάντοτε αντικατοπτρισμό των αναθεωρήσεων του θρησκευτικού στοχασμού. Οι κάστες θεσμοθετήθησαν λοιπόν εις την Ινδία τον ίδιο καιρό που ο βεδικός Πολυθεϊσμός απορροφήθηκε μέσα εις την πολύπλοκη ενότητα του βραχμανικού Πανθεϊσμού. Η ιρανική Δυαρχία, που δεν αποτελεί παρά μία ακόμη εκδοχή του Μονοθεϊσμού, αντιστοιχεί στην τιμαριωτική Μοναρχία των Περσών. Μόνοι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμειναν αφοσιωμένοι στον αυθεντικό Πολυθεϊσμό και διετήρησαν τους δημοκρατικούς θεσμούς σε ολόκληρη την λαμπρή περίοδο της ιστορίας τους. Δεν ήταν παρά μόνον στον καιρό της παρακμής που τα μονιστικά δόγματα κατόρθωσαν να επιβληθούν ταυτοχρόνως στην πολιτική και την θρησκεία.

Λουϊ Μενάρ

(Από το βιβλίο "Ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός". Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Διιπετές").

25 Απρ 2008

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ


Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία είναι:

Αυτόχθων: Διότι αυτή διεμορφώθη θεολογικώς και λατρευτικώς «φυσικώ τω τρόπω» μέσα από τις χιλιετίες στον πολύ συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, όπου έζησε και μεγαλούργησε το ελεύθερο Ελληνικό Έθνος, όντας μία ιδιαίτερη και μοναδική Θρησκεία, σύμφυτος με όλα τα στοιχεία της Ελληνικότητος και απολύτως σύμφωνη με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πατρίδος και μητρίδος γής των Ελλήνων, καθώς και με την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων που την κατοίκησαν, δηλαδή των Ελλήνων.

Φυσική:
Διότι δεν έχει ιδρυθεί υπό ενός ανθρώπου αλλ’ αντιθέτως η Θεολογία και η Λατρευτική της διεμορφώθησαν «φυσικώ τω τρόπω» και λογικώς, διά μέσου πολλών χιλιετιών συστηματικής παρατηρήσεως του Κόσμου και συνεχούς εξασκήσεως στην εγγύτητα προς τους Θεούς υπό αμετρήτων πνευματικών και καλλιεργημένων ανθρώπων, υψηλοτάτου διανοητικού επιπέδου, αφού άλλωστε εκείνοι και μόνον εκείνοι εθεμελίωσαν και ανέπτυξαν το Ελληνικό πολιτισμικό θαύμα. Ως τέτοια, δηλαδή Φυσική, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία εσεβάσθη πάντοτε και εξακολουθεί να σέβεται όλες τις προγενέστερες παραδόσεις, πεποιθήσεις και πρακτικές αυτής, πλην όμως, χωρίς να είναι αιχμάλωτος «ορθοδοξιών» και «ιερών γραφών», παραμένει αυτή δυναμική και εξελισσομένη και ποτέ δεν ευρίσκεται εις αναντιστοιχία προς το εκάστοτε ηθικό, γνωστικό και εν γένει πολιτισμικό περιβάλλον των θρησκευτών της.

Προαιώνια:
Διότι η λατρεία αυτής ασκείται από αρχαιοτάτων χρόνων, οι οποίοι χάνονται στην αχλύ της απωτάτης προϊστορίας, έως και σήμερα και συνεπώς είναι αρχαιοτέρα από κάθε άλλη «γνωστή» ή μη γνωστή Θρησκεία της πατρίδος μας.

Οργανική:
Διότι αυτή δεν αποτελεί διαχωρισμένη Θρησκεία, ούτε υπηρετείται από επαγγελματικό ιερατείο, αλλά από αρχαιοτάτων χρόνων έως και σήμερον, αποτελεί απλό οργανικό τμήμα της όλης πολιτικής και πολιτισμικής υποστάσεως των κοινοτήτων των Ελλήνων Εθνικών. Η Ελληνική Εθνική Θρησκεία είναι παρούσα στην Φιλοσοφία, την Τέχνη, το Θέατρο, την Μουσική, την Όρχηση ή σε αυτή την ίδια την πολιτική και κοινωνική καθημερινή Πράξη («Έθος»), τα οποία στο σύνολο αποτελούν αυτό που αποκαλούμε Παράδοση.

Πολυθεϊστική:
Διότι δέχεται τον φυσικό νόμο της υποχρεωτικής πολλαπλότητος τού Είναι. Ο «αναδυθείς αφ’ εαυτού» Κόσμος αποτελεί την μόνη υπαρκτή πραγματικότητα, το Όντως Ον. Το (όποιο) δημιουργικό αίτιο βρίσκεται εντός του Κόσμου, οι δε Θεοί, όντα και όχι πρόσωπα, αποτελούν αθάνατα οργανικά τμήματα αυτού, με αποστολή τους την διατήρηση της θαυμαστής του ευταξίας.

Ιστορικώς και κοινωνικώς γνωστή:
Διότι ως το κυριότερο συστατικό του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, είναι με την αρχαία επίσημη πολιτειακή μορφή της, γνωστή σε κάθε πεπαιδευμένο άνθρωπο της γης, το ίδιο και με την σημερινή της μορφή τουλάχιστον σε όλους τους ασχολούμενος με τα πολιτισμικά και θρησκευτικά πράγματα μετά την δημόσια επανεμφάνισή της, ως έχουσα φανερά τα νομιζόμενα («δόγματα») αυτής, καθώς και εκθέτουσα δημοσίως την λατρεία και τα διδάγματα της, για δε την διάδοσή της δεν χρησιμοποιεί μέσα ανελεύθερα και μάλιστα αντίθετα προς το ελεύθερο πνεύμα της ανεξιθρησκίας.

Ζώσα:
Διότι παρά τους εξοντωτικούς διωγμούς που υπέστη, με αποτέλεσμα να περάσει σε υποχρεωτικό καθεστώς αφανείας, σε χρονικά σημεία διαφορετικά ανά περιοχή, κυρίως ανάμεσα στον 5ο και τον 10ο αιώνα μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, πάντοτε απέδειξε έκτοτε, αυτήν την διαχρονική και ιστορικώς τεκμηριωμένη συνεχή ύπαρξή της κάθε φορά, που οι γενικότερες συνθήκες επέτρεψαν την δημοσία έκφραση αυτής.

Εθνική:
Διότι αναγνωρίζει το δικό της ιδιαίτερο Εθνικό Πάνθεον και το δικό της ιδιαίτερο σώμα κοσμογονικών αφηγήσεων, αντανακλά δε αποκλειστικώς την Κοσμοαντίληψη, τον Τρόπο και την Παράδοση του Έθνους των Ελλήνων από τη απώτατη αρχαιότητα έως την εποχή που αυτό υπέστη διωγμούς από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.


(Πηγή: Το Υπόμνημα του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών προς την Ελληνική Πολιτεία για την θεσμική αναγνώριση της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας)

ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ



1. Ετι τοις φρονούσι και λέγουσι, κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου Θεότητος ως κτιστήν εκ τούτου πάντως, και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν. Άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσιν εις αθείαν παντελή περιπίπτειν, και την Ελληνικήν μυθολογίαν, και των κτισμάτων λατρείαν τη καθαρά και αμώμω των Χριστιανών Πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε κατά τας Αγίων θεοπνεύστου θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου Θεότητος ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

2. Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας Πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις, και αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος ει το είναι παραγάγοντος τα πάντα, και ως Ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

3. Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίας επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι, και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσας εγκειμένοις ώστε και ετέρους ποτε μεν λάθρα, ποτέ δε νοερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

4. Τοις δεχομένοις, και παραδίδουσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα, ότι τε προϋπαρξις εστι των ψυχών και εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως, ή αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την Βασιλείαν Των Ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο, και δια πάσης της παλαιάς και νέας Γραφής ημείς παρελάβομε, ότι και η Κόλασις ατελεύτητος και η Βασιλεία αίδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύασι, και ετέροις αιωνίας προξένοις γινομένοις ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

5. Τοις ευσεβείν μεν επαγγελομένοις, τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη και Καθολική Εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γής, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς, ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

6. Τοις την μωράν των έξωθεν (=Ελλήνων) φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν και κρίσιν και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

7. Τοις λέγουσιν, ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά Αγίων και Καθολικών Συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων Πατέρων αναθέματι καθυποβλήθέντας, ως αλλότριοι της Καθολικής Εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισί κατά πολύ, και ενταύθα, και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

(Επτά αναθέματα κατά των ΕΛΛΗΝΩΝ και της ΕΘΝΙΚΗΣ μας Κοσμοθεάσεως και Φιλοσοφίας από το «Τριώδιον», τα οποία περιέχονται στο «Συνοδικό της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας» το 787 μχχ και τα οποία αναγιγνώσκονται ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ την λεγόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας. Πηγή: η ιστοσελίδα του ΥΣΕΕ Αυστραλίας).

ΠΕΡΙ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΙΕΡΟΤΗΤΟΣ ΓΕΝΙΚΑ

(Με αφορμή κάποιους συνηθισμένους δυστυχώς στομφώδεις βερμπαλισμούς που με περισσή ευκολία έχουν κατά καιρούς εκτοξευθεί από κάποιους «σύγχρονους» κατά δική τους έκφραση Εθνικούς...)

Σεβασμός. Λέξη που ενυπάρχει στο λεξιλόγιο όλων. Χρησιμοποιείται ευρύτατα λοιπόν, πλην όμως κατέχουμε στ' αλήθεια το νόημά της; Ή τη χρησιμοποιούμε μηχανιστικά και με στόμφο προκειμένου προσδώσουμε βαρύτητα στις θέσεις μας και να καλύψουμε ταυτόχρονα την ανασφάλεια μας για την εγκυρότητα αυτών;

Αποδίδουμε οι ίδιοι το δέοντα σεβασμό στο αλλότριο, το ετερόδοξο, το διαφορετικό ή μόνον τον απαιτούμε μηχανιστικά; Ο σεβασμός θεωρώ πως είναι πρωτίστως έννοια και μάλιστα βασική. Έννοια που επάνω της βασίζονται υψηλές αξίες, θεμέλιοι λίθοι της προσωπικής ποιοτικής ανέλιξης σε υψηλότερη και ευγενέστερη κατάσταση, της δόμησης μίας ενάρετης προσωπικότητας με μια κουβέντα. Το σημαντικό και συνάμα θετικό της υπόθεσης της συνειδητοποίησης και εγκόλπωσης της έννοιας του σεβασμού είναι πως πρόκειται για κάτι το διδακτό. Μέσω της παιδείας και δη της μελέτης της ιστορίας και της εντρύφησης στη φιλοσοφία κατά κύριο λόγο, ο ελεύθερος και φιλοπρόοδος νους αποκτά τη δυνατότητα της γνωριμίας αρχικά και τη κατανόηση της βαθύτερης ουσίας του σεβασμού στη συνέχεια. Η μηχανιστική και συχνά ισοπεδωτική θεώρηση της έννοιας αποβάλλεται. Γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι όλες οι ιδέες, οι στάσεις, οι πράξεις άξιες απονομής σεβασμού. (Δεν στέκει λογικά ο σεβασμός λ.χ. απέναντι σε συστήματα εξ ορισμού μισαλλόδοξα και απειλητικά για την ίδια σου την ύπαρξη, ή την αξιοπρέπεια και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Ο ελεύθερος και άρα φέρων αυτοεκτίμηση και αυτοσεβασμό άνθρωπος δε γυρίζει και το άλλο μάγουλο αν δεχτεί ράπισμα στο ένα, ούτε θα προσπαθήσει να χαϊδέψει τρυφερά στο κεφάλι ένα λυσσασμένο σκύλο που γρυλλίζει απειλητικά και του δείχνει τα κοφτερά του δόντια.)

Ο έχων ενσωματώσει το σεβασμό στη στάση ζωής του είναι ο άνθρωπος που μπορεί να οδηγηθεί στην κατανόηση της Ιερότητας και εν συνεχεία στην κατάκτηση της αρετής. Το σέβεσθαι σημαίνει απόταξη του μικροεγωισμού. Το να αναγνωρίζεις λχ. την ποιότητα που υπάρχει γύρω σου και να της αποδίδεις τη δέουσα τιμή, δείχνει άνθρωπο ικανό να προβεί σε ουσιαστικές ποιοτικές ιεραρχήσεις. Άνθρωπο ικανό να αποτιμά σωστά άλλους ανθρώπους και καταστάσεις, πράξεις και στάσεις. Άνθρωπο που έχει κάνει ουσιαστικά βήματα στην κατάκτηση του «Γνώθι σαυτόν» , προϋπόθεση απαραίτητη για ένα επιτυχές τέλος στη μακρυά διαδρομή της αναζήτησης της αρετής. Άνθρωπο ικανό να εμπνεύσει φιλότητα σε ανθρώπους ενάρετους, και οι πιστοί φίλοι είναι όρος αναγκαίος για έναν αληθινά ευτυχισμένο βίο. Γιατί όπως έγραφε ο Επίκουρος, «Ο ανώτερος άνθρωπος, περισσότερο από κάθε τι, αφιερώνεται στη Σοφία και τη Φιλία, απ’ αυτά το ένα είναι θνητό αγαθό, το άλλο αθάνατο».

Ο έχων σεβασμό άνθρωπος δίχως καμμία άλλη του ενέργεια προάγει την ανεκτικότητα, την πολυμορφία και την πολυμέρεια. Όσο κι αν μπορεί να διαφωνεί με μία στάση, θέση ή ενέργεια αναγνωρίζει στο φορέα της το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Σκύβει επάνω στη διαφωνία του και αναλύει προσεκτικά την αντίπαλη θέση. Έχοντας αποβάλλει τον μικροεγωισμό από μέσα του, θα δεχτεί κι ακόμη θα ενσωματώσει θέσεις που έως εχθές απέκρουε εφόσον η αντίπαλη αυτή θέση εμπεριέχει στοιχεία που είτε δεν τα είχε σκεφτεί είτε δεν τα είχε αποτιμήσει σωστά στο παρελθόν. Η προσωπικότητά του δεν είναι ένα κλειστό σύστημα ανεπίδεκτο επιρροών, είναι παρ' όλα τα φίλτρα της ανοικτή στο να δεχτεί νέες αλήθειες. Είναι λοιπόν διαρκώς βελτιούμενη. Η συγκρούσεις είναι πάντα γόνιμες και οδηγούν στην αυτοβελτίωση. Συνειδητοποιεί έτσι τη μεγάλη αλήθεια που λέει ότι το ταξίδι της γνώσης είναι συνεχές και χωρίς κάποια συγκεκριμένη Ιθάκη. Η Ιθάκη ταυτίζεται πια με το ίδιο το ταξίδι. Η άμεση επαγωγή αυτής της αλήθειας, είναι η κατάκτηση της σεμνότητας και η σύλληψη της ουσιαστικής διαφοράς της από τη γεμάτη χριστιανοθρεμμένη υποκρισία έννοια της μετριοφροσύνης. Ο σεμνός άνθρωπος είναι τέτοιος επειδή γνωρίζει ότι ούτε την απόλυτη γνώση και αλήθεια κατέχει κι ούτε θα φτάσει σε αυτήν ποτέ. Ο μετριόφρων απλά καμώνεται ότι δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία, περιμένοντας όμως κατά βάθος την απονομή αυτής της αξίας από τρίτους ώστε και τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί ματαιόδοξος ή υπερφίαλος να αποφύγει, αλλά και η αξία του να αναγνωριστεί εν τέλει. Ο σεμνός άνθρωπος έχοντας το γνώθι σ’αυτόν, θα υποδείξει το μέγεθος της αξίας του στο σωστό βαθμό δίχως να διακατέχεται από τα όποια συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, όπως επίσης και δα έχει κανένα πρόβλημα να παραδεχθεί τις ελλείψεις του ή και την άγνοιά του ακόμη σε άλλα θέματα που όντως δεν κατέχει.

Ταυτόχρονα, είναι και ικανός να αναγνωρίσει αρχικά να κατανοήσει εν συνεχεία και εν τέλει να εγκολπώσει την έννοια της Ιερότητας. Κι αν ακόμη αυτή του φαίνεται δύσληπτη, ακατανόητη σε πρωταρχικό στάδιο εντούτοις, κι επειδή ακριβώς ΣΕΒΕΤΑΙ, δε θα απορρίψει με χαρακτηριστική ευκολία αυτό που δεν καταλαβαίνει. Από τη στιγμή που τα πνευματικά του όπλα είναι η παιδεία ο σεβασμός και η σεμνότητα που κατόρθωσε να κατακτήσει, θα προσπαθήσει και εν τέλει θα καταφέρει όχι μόνο να το συλλάβει αλλά και να γίνει κοινωνός του.

Κορυφαία εκδήλωση Ιερότητος αποτελεί η αυτή αντιμετώπιση προς τη Φύση και στη συνέχεια ακολουθεί η αντιμετώπιση θεσμών, ειωθότων εθίμων κλπ. ως τέτοια, εφόσον αυτή ήταν η αντιμετώπιση που αυτά τύγχαναν στις εποχές που ασκούνταν ελεύθερα, πριν δηλαδή την επικράτηση του ιουδαιοχριστιανικού σκότους. Κι αυτός ακόμη που θεωρεί ως δεσιδαιμονικές κάποιες από τις εκδηλώσεις αυτής της απόδοσης τιμών προς τη Φύση, στους Θεούς, τους νεκρούς κλπ. εφόσον φέρει την έννοια του σεβασμού δε θα προχωρήσει ούτε στην συλλήβδην απόρριψη τους, ούτε στην αποϊεροποίηση. Αντιθέτως δε, θα προσπαθήσει, έχοντας πάντα φυσικά επίγνωση των οποιονδήποτε και οσοδήποτε επικριτικών του πεποιθήσεων να δει μέσα από την τότε ματιά τα πράγματα. Θα τον προβληματίσει σοβαρά η φαινομενική ανακολουθία της εικόνας ενός εξόχως πνευματικού πολιτισμικοθρησκευτικού υποβάθρου που παράγει δεσιδαιμονικά λατρευτικά σχήματα. Κι επειδή ακριβώς κάτι τέτοιο είναι λογικά αφύσικο άρα και αδύνατο θα αναζητήσει και θα βρει τη σωστή οπτική γωνία θέασης των πραγμάτων. Θα καταλάβει ότι πρέπει να τα εντάξει μέσα στο γενικότερο Κοσμολατρευτικό πλαίσιο των κατ' εξοχήν φυσικών θεολογικών αντιλήψεων. Θα εναρμονίσει τη σκέψη του με αυτήν των προγόνων. Και είναι πολύ πιθανόν να συλλάβει συμβολισμούς και αλληγορίες έτσι που, εν μέρει ή ακόμη και εν όλω σε κάποιες περιπτώσεις, θα άρει τις προηγούμενες επιφυλάξεις ή και απορρίψεις ακόμη. Θα μπορέσει ακόμη να δει το οργανικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται όλες οι εκφάνσεις της Ιερότητας καίτοι ορισμένες με πρώτη ματιά μπορεί να φαίνονται ανεξάρτητες η μία από την άλλη, όπως λ.χ. η γενικότερη θέση της περί Ιερότητας της Φύσης με την Ιερότητα των ταφικών εθίμων. Έτσι, κι όταν ακόμη η τελική άποψη που θα σχηματίσει μπορεί να μην ταυτίζεται σε κάθε λεπτομέρεια με την προγονική, θα είναι και πάλι κοινωνός της δεδομένου ότι θα έχει συνειδητοποιήσει το ύψιστο της έννοιας της Ιερότητας και οπωσδήποτε τουλάχιστον θα αποφεύγει να υποπίπτει σε λεκτικά ολισθήματα περί προσκόλλησης σε τυπολατρικά σχήματα, αναπαραγωγής ατταβιστικών σκεπτικών κι άλλα συναφή σχόλια. Ο έχων σεβασμό ιεραρχώντας ποιοτικά ως πρώτιστη παράμετρο την καθαυτή Ιερότητα θα την τιμήσει με τη συμμετοχή σε αυτό το γίγνεσθαι ως μέρος της κι όχι όντας έξω από αυτήν και επικριτικός.

Σεβασμός και Ιερότητα λοιπόν αποτελούν ένα δίπτυχο συνεπαγωγής που μαζί με τα απότοκά τους χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο εκείνο μπροστά τον οποίο οι θύρες της Σοφίας είναι έτοιμες να ανοίξουν. Τον άνθρωπο που βλέπει πλέον ολοκάθαρα μπροστά του την οδό που οδηγεί στην πεμπτουσία της ύπαρξής του. Την κατάκτηση της ευτυχίας. Της μακαριότητας και της ουσιαστικής ευδαιμονίας. Τον άνθρωπο που ξέρει μεν ότι δε θα ανέβει ποτέ στον Όλυμπο αλλά θα έχει ζήσει ως Έλληνας. Γιατί ο Έλληνας ουδέποτε θεώρησε ότι γεννιέται έχοντας κάποιον προκαθορισμένο σκοπό στη ζωή του. Αντίθετα, πασχίζει ο ίδιος να δώσει νόημα σε αυτήν στη διάρκεια του βίου του. Αυτή είναι η πεμπτουσία που απετέλεσε το θεμέλιο επάνω στο οποίο δομήθηκε ο πιο λαμπρός πολιτισμός που έχει καταγράψει ποτέ η ανθρώπινη ιστορία. Κι έχων σεβασμό και πλήρη επίγνωση της έννοιας της Ιερότητας άνθρωπος, είναι το εκλεκτότερο δείγμα του.

Θα πρέπει λοιπόν πρώτα απ' όλα να καταλάβει και εν συνεχεία να συνειδητοποιήσει κάποιος την αξία του σεβασμού. Ίσως τότε μπει και στη διαδικασία να μοχθήσει για να τον νοιώσει...

(Κείμενο του Νίκου Πρανδέκα που πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΔΙΙΠΕΤΕΣ". Η εδώ αναδημοσίευση προέρχεται από την ιστοσελίδα "Θέασις")

24 Απρ 2008

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΥΘΕΪΣΜΟΣ

Ο όρος "Πολυθεϊσμός" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "πολύς" και "Θεός" και σημαίνει λατρεία πολλών θεοτήτων.

Ως "Πολυθεϊσμός" λοιπόν ορίζεται η αντίληψη περί υπάρξεως περισσοτέρων του ενός Θεών. Είναι η αντίληψη μίας πολλαπλότητος των θείων δυνάμεων. Είναι επίσης η αντίληψη ότι το Θείον ενυπάρχει σε πολλές και διαφορετικές οντότητες και υπάρξεις.

Υπάρχουν πολλοί Θεοί και Θεές. Είναι οι ανώτατες και ισχυρότατες όλων των υπάρξεων. Είναι πάνσοφες και δίκαιες. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αθάνατοι και άξιοι κάθε σεβασμού και τιμής.

Οι Θεοί έχουν πολλές μορφές και μπορούν να επιφαίνονται με πολλούς τρόπους. Είναι τόσο έμφυτοι όσο και ένδημοι. Είναι παρόντες στα στοιχεία και τις μορφές της Υπάρξεως.

Εκδηλώνονται μέσα από τις φυσικές δυνάμεις, ως ύλη και ενέργεια, αλλά είναι συνάμα και ανώτατες οντότητες που δεν δεσμεύονται από καμμία υλική μορφή. Μπορούν ωστόσο να εμφανούν μέσα από ανθρώπινες ή άλλες υπάρξεις, όπως λ.χ. ζώα ή φυτά, ή μέσα από υλικά αντικείμενα. Δεν υπάρχουν ζωϊκά ή μορφικά όρια για τους Θεούς και τις Θεές. Είναι ό,τι επιθυμούν να είναι.

Το Θείον είναι πολύμορφο και πολύτροπο, τόσο από πλευράς εμφανίσεως όσο και από πλευράς πραγματικότητος. Κανένας μοναδικός Θεός ή Θεά δεν κρύβεται πίσω από την πολλαπλότητα των θείων μορφών. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αντικειμενικά υπαρκτές οντότητες των οποίων η ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις ή τις πράξεις κατωτέρων όντων. Δεν είναι αρχέτυπα. Δεν είναι φανταστικά σύμβολα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ή της ανθρωπίνης διανοίας. Ούτε είναι αλληγορικές αναπαραστάσεις φυσικών συμβάντων και διαδικασιών.

Οι Θεοί και οι Θεές είναι πραγματικοί. Υπάρχουν. Η σοφία και η δύναμή τους δίνουν μορφή σε αυτό το Σύμπαν, σε αυτή την συγκεκριμένη μορφή του Κόσμου. Η ομορφιά και η χάρις τους θα διαρκέσουν αιώνια.

Οι Θεοί και οι Θεές είναι ελεύθερες και ανεξάρτητες υπάρξεις. Είναι όλοι τους εξίσου θείοι. Δεν εξουσιάζονται από καμμία άλλη οντότητα ή δύναμη.

Οι Θεοί και οι Θεές χαίρονται όταν κατώτερα όντα ΕΛΕΥΘΕΡΑ αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους απονέμουν σεβασμό και τιμές. Δεν έχουν ωστόσο ανάγκη αυτής της αναγνωρίσεως, ούτε την επιζητούν. Οι παντοδύναμοι Θεοί και Θεές δεν χρειάζονται τίποτε. Απλώς σχηματίζουν ό,τι επιθυμούν.

(Αρχική πηγή, επιθεώρηση "Scroll Of Oplontis", 1991. Πρωτοδημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο περιοδικό "Διιπετές")

ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΣΥΜΒΕΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΝΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΑΣ!

«Μια πράξη δεν είναι, όπως συχνά νομίζουν οι νέοι, σαν μια πέτρα που κάποιος σηκώνει και πετάει, και πετυχαίνει ή αστοχεί, κι αυτό είναι όλο. Όταν σηκώνεις αυτή την πέτρα η Γη είναι ελαφρότερη, και το χέρι που την κρατά βαρύτερο. Όταν την πετάς, τα κυκλώματα των άστρων ανταποκρίνονται, και εκεί που χτυπά ή πέφτει το σύμπαν μεταβάλλεται. Με κάθε πράξη διακυβεύεται η ισορροπία του συνόλου. Οι άνεμοι και οι θάλασσες, οι δυνάμεις του νερού και του εδάφους και του φωτός, όλα εκείνα που κάνουν, και όλα όσα κάνουν τα ζώα και τα φυτά, είναι καλά καμωμένα, και σωστά καμωμένα. Γιατί όλα δρουν στο πλαίσιο της Ισορροπίας. Από τον τυφώνα και το σάλπισμα της μεγάλης φάλαινας μέχρι το πέσιμο ενός ξερού φύλλου και το πέταγμα της σκνίπας, όλα γίνονται με γνώμονα την ισορροπία του συνόλου. Αλλά εμείς, στο βαθμό που έχουμε εξουσία πάνω στο σύμπαν και ο ένας πάνω στον άλλο, πρέπει να μαθαίνουμε να κάνουμε αυτό που το φύλλο, και η φάλαινα, και ο άνεμος κάνουν από τη φύση τους. Πρέπει να μάθουμε να διατηρούμε την Ισορροπία. Αφού διαθέτουμε ευφυΐα δεν πρέπει να δρούμε από άγνοια» (Ούρσουλα Λε Γκεν, από το τρίτο βιβλίο του «Έπους της Γαιοθάλασσας. Η Πιο Μακρινή Ακτή», εκδόσεις «Όμμα»)

Όταν οι Αλχημιστές προσπαθούσαν να φτιάξουν τη Φιλοσοφική Λίθο ή να μετατρέψουν τον υδράργυρο σε χρυσό, γνώριζαν πως ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαιτούσε την αλλαγή στην διάταξη των στοιχείων. Αν ο υδράργυρος μετατρέπονταν σε χρυσό στη θέση του θα υπήρχε ένα κενό που δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί κανένα άλλο στοιχείο πλην του υδραργύρου. Ένα τέτοιο κενό θα ήταν ικανό να επιφέρει την κατάρρευση της Φυσικής Διάταξης. Προτίμησαν λοιπόν να μην αλλάξουν τη Φυσική Διάταξη και αρκέστηκαν στην ισορροπημένη Αρμονία μιας σκληρά αποκτημένης Διάνοιας, με ικανότητες σύλληψης ανώτερων πνευματικών Ιδεών και καταστάσεων, και στην φτωχότερη και επίπονη έρευνα της επεξεργασίας των στοιχείων, χωρίς να διακόψουν τη Ροή στη Φυσική Διάταξη. Κάτι που σε διαφορετικό επίπεδο θα σήμαινε το σπάσιμο του Κύκλου Διάχυσης του Θείου μέσα στο Θνητό, καθώς επίσης και το σταμάτημα της κίνησης του ανελισσόμενου Θνητού προς το Θείο.

Αν έχει καταφέρει κάτι ο «μονοθεϊσμός» και η συμπεριφορά που διαμορφώνεται από αυτόν και την ιδεολογία του, αφορά ακριβώς αυτό το «σπάσιμο» της κυκλικής ροής, και την μετατροπή του κύκλου σε ευθεία γραμμή. Αυτή η αντίληψη όταν προβάλλεται αποϊεροποιημένη πλέον, σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς δείχνει το άλλο της πρόσωπο, αυτό της εξουσιαστικής-χρηματολάγνας κοσμοαντίληψης που καταδυναστεύει τη Γη, σε τέτοιο σημείο ώστε να κινδυνεύει αυτή η ίδια η συνέχεια της ζωής πάνω της. Κι αυτό, επειδή έχει μετατρέψει τον περιβάλλοντα φυσικό Κόσμο σ΄ ένα άψυχο σκουπιδοτενεκέ τοξικών δηλητηρίων.

Σαν ζοφερή ανάμνηση των σκοτεινών χρόνων θα είναι ο Νόστος από την καταστροφική επικράτηση της Ύβρεως και της Αμετρίας. Η Φυσική Διάταξη του Κόσμου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θ΄ αποκατασταθεί και ή θα ξαναδώσει ζωή σε κάποια εκατομμύρια χρόνια ή θα επιτρέψει στο παρόν είδος να επανορθώσει την Ύβρι. Όταν η αποκατάσταση θα έχει ολοκληρωθεί και η Ύβρις θα έχει υποχωρήσει, τα λόγια της Δημιουργίας θα ακουστούν ξανά στην Αρχαία Γλώσσα και το θεϊκό ζευγάρι του Δευκαλίωνος και της Πύρρας θα ξαναπερπατήσει στη Γη.

Η Κυκλική κίνηση της ζωής που «υπόσχονται» όλες οι Φυσικές Θρησκείες (και συνεπώς και ο Ελληνικός Πολυθεϊσμός), κάτω από την επίδραση του Χρόνου μετατρέπεται σε Σπείρα η οποία περιλαμβάνει εντός της όλες τις φάσεις της Δημιουργίας. Από το «ανόργανο» μόριο ενός πετρώματος μέχρι την ανέλιξη σε ανθρώπινη Διάνοια και ακόμη παραπέρα. Τα πάντα στο Σύμπαν είναι Έμψυχα επειδή ακριβώς είναι Αυθύπαρκτα και Αυτογέννητα. Σε ανώτερα επίπεδα Πνευματικότητας που ο Χρόνος δεν μετριέται με τον «γήινο» τρόπο, η διαστολή του Σύμπαντος που στο δικό μας χρόνο μετριέται σε δεκάδες δισεκατομμύρια χρόνια, μπορεί σε ανώτερα επίπεδα να ισοδυναμεί με μια εισπνοή δική μας.

Και η δική μας η διάρκεια του Βίου να μοιάζει με τη ζωή του δικού μας του γήινου εφήμερου, ενός όντος που ζει λίγες ώρες μόνο κι αυτές για να βρει ταίρι και ν΄ αναπαραχθεί. Κι όμως, αυτοί που έχουνε τη μοίρα του θανάτου και μια ζωή σαν του εφήμερου σε διάρκεια , αναλώνονται σε πράγματα μικρά που διατηρούν το σκοτάδι γύρω τους.

Αν κάτι μας εξυψώνει από τα μαύρα σκοτάδια που ζούμε, αυτό είναι το άπλωμά μας προς τους Θεούς και προς τους Ανώτερους εν γένει Κόσμους. Ας τιμούμε λοιπόν τους Θεούς των Προγόνων μας, γιατί τιμώντας αυτούς τιμάμε τη δική μας Αξιοπρέπεια και τη δική μας Φύση. Γιατί όπως υπάρχουν οι Δυνάμεις εκεί έξω στον παντελώς ελεύθερο από την Ύβρι αέρα, υπάρχουν κι εκεί μέσα, στον ελεύθερο από δογματισμούς και εθελοτυφλώσεις εαυτό μας.

Φίλε, φίλη, κάλεσε τους Θεούς, τους πραγματικούς ΦΥΣΙΚΟΥΣ μας Θεούς, στη ζωή σου. Και όταν το πράξεις σωστά, δηλαδή ειλικρινά, θα δείς πως θ΄ αρχίσουν να εμφανίζονται με χίλιους δυο τρόπους. Σκέψου απλώς την κάθε φορά που βρίσκεσαι σε δίλημμα: «Οι Πρόγονοί μου τι θα έκαναν;» Καθετί που κατανοείς και εμβαθύνεις στις Αιτίες του, γίνεται για σένα Γνώση και κομμάτι της Συνείδησής σου. Άσε τους σκώληκες μέσα στο βούρκο τους, πέτα μακριά, γίνε Γενναίος.

Και κάθε που επικαλείσαι την επιστροφή των Θεών στη ζωή σου, μην το πράττεις αγχωμένα σαν κάτι που αργεί και δεν έρχεται, άφησε το άγχος σ΄ αυτούς που το έχουν ανάγκη για να δικαιολογεί ίσως την άνευ όρων παράδοσή τους. Εσύ, στρέψε αποφασιστικά αλλά ήρεμα τη σκέψη προς τους Θεούς, με εκείνη την αγέρωχη σιγουριά του αναπόφευκτου ερχομού τους. «Κοίτα» μέσα από την οπτική του Έθνους ΣΟΥ, διότι μόνο αυτή η θέαση μπορεί να λαμβάνει υπόψιν της την εντοπιότητα και το ιδιαίτερο τοπικό «χρώμα», επιτρέποντας συνάμα στη συνείδησή σου να μείνει μακριά από δόγματα και αστήρικτες «μεταφυσικές» εξηγήσεις.

Άφησε τους υπόλοιπους, κατασκευαστές, ή απλούς συνεχιστές, νεροκουβαλητές και καντηλανάφτες της Ύβρεως, να σκουπίζουν με το ήδη μουσκεμένο μαντήλι τους τον κρύο ιδρώτα που τρέχει από το μέτωπό τους. Όλοι τους, όλοι αυτοί οι ζωντανοί νεκροί, καλά θα κάνουν να θυμούνται τούτα τα λόγια κάθε φορά που με θρασύτητα θ΄ απειλούν με τα βέβηλα χέρια τους τα Ιερά μας:

«Το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί σε τούτο το μονοπάτι που διαλέξαμε να πορευθούμε, είναι να ενωθούμε με τους προγόνους μας, χειρότερο σαν τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει.»

(Κείμενο του Κώστα Κεχαγιά στο περιοδικό «ΔΙΙΠΕΤΕΣ». Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του ΥΣΕΕ)

25 ΑΡΧΕΣ «ΗΘΙΚΗΣ»

Δεν έχω μεγάλη συμπάθεια στον όρο «ηθική». Γνωρίζω πολύ καλά την «γενεαλογία» της, την οποία θεωρώ ότι διαφώτισε αρκετά καλά ο Νίτσε. Τείνω άλλωστε να πιστέψω ότι υπάρχουν τόσες πολλές «ηθικές» όσα και τα επίπεδα της ανθρωπότητος, πράγμα που βεβαίως παραπέμπει σε έναν σχετικό αριθμό. Αντίθέτως, πιστεύω πολύ στις αρχές που μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και κανόνες ζωής (καθώς η κάθε ιστορική πορεία πραγματοποιείται από τον μύθο στις αρχές δια μέσου κάποιας ιδέας). Καταθέτω λοιπόν εδώ τις δικές μου αρχές, στις οποίες θέλω να πιστεύω ότι μένω κατά κανόνα συνεπής.


1. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΑΙΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, δεμένος με αυτούς, τόσο για το καλύτερό όσο και για το χειρότερο. Και οι δύο πλευρές δημιουργούν από κοινού. Οι Θεοί δεν είναι υπεράνω, ούτε έξω από εμάς. Δεν είναι ούτε και πέρα από τις αισθήσεις μας. Σημαντικό άλλωστε δεν είναι το να πιστεύει κανείς στο Θείο, αλλά να συμπεριφέρεται με τέτοιον τρόπο ώστε Αυτό να μπορεί να δείξει σε αυτόν εμπιστοσύνη. Σημαντικό είναι να μπορεί να βρίσκει κανείς και να αναγνωρίζει το Θείο μέσα του και να αποκαλύπτει τον εαυτό του, όπως αποκαλύπτεται Αυτό. Το σώμα και η ψυχή είναι ένα και το αυτό πράγμα. Το να φέρνει κανείς το ένα απέναντι στο άλλο, το να αντιπαραθέτει αυτές τις έννοιες, αποτελεί ασθένεια του πνεύματος. Όποιος Θεός δεν συμπεριφέρεται όπως έχει κανείς το δικαίωμα να περιμένει από αυτόν, αξίζει να υποστεί την απάρνηση, υπό τον όρο όμως ότι εκείνος που την τολμά έχει προηγουμένως δώσει το καλύτερο του εαυτού του.

2. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΚΑΝΕΊΣ, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ». Η δημιουργία έπεται της γεννήσεως και δεν μπορεί κανείς να δημιουργηθεί παρά μόνον από τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να δώσει στον εαυτό του μία ψυχή, γι' αυτό και ο Έκχαρτ κάνει λόγο για «αυτό-δημιουργία»: «υπήρξα η αιτία του εαυτού μου, εκεί που θέλησα τον εαυτό μου και δεν υπήρξα τίποτε άλλο. Υπήρξα αυτό που θέλησα και αυτό που θέλησα υπήρξε εγώ». Στην Edda «Havamal» (5), ο Θεός Odin παρουσιάζεται θυσιασμένος στον ίδιο του τον εαυτό. Ένα έθνος θεμελιώνει έναν Πολιτισμό όταν γίνεται η αιτία του εαυτού του, η αιτία της υπάρξεώς του, όταν την πηγή μίας αιώνιας ανανεώσεως την βρίσκει μόνο μέσα στην δική του Παράδοση. Το ίδιο ισχύει και με τους ανθρώπους, όπου κάποιος οφείλει να βρίσκει μέσα του τις αιτίες του εαυτού του, καθώς και τα μέσα της όποιας αυτο-υπερβάσεώς του (αντίθετα λ.χ. από τον ηγέτη ενός παρακμιακού Κράτους που κρατεί την εξουσία από εξωτερικά του εαυτού του πράγματα αντί από την υπεροχή των προσωπικών αρχών του).

3. Η ΑΡΕΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΕΝΑ ΜΕΣΟΝ που αναφέρεται σε κάποια νομοτέλεια. Αντιθέτως, είναι η νομοτέλεια του εαυτού της, η ίδια η αμοιβή της, η εσωτερική ανάκτηση ή η ανάκτηση του εαυτού, η αφετηρία της κάθε αναζητήσεως και της κάθε κατακτήσεως, και πρώτα από όλα η αμοιβαία αναγνώριση και ανακάλυψη του ψυχισμού και της ψυχής. Είναι η θεσμοποίηση του εαυτού μίας απόλυτης ισορροπίας, το να είναι κανείς ο ηγέτης του εαυτού του, να υπακούει στον εσωτερικό αφέντη του και την ίδια στιγμή να διατάσσει τον εσωτερικό του δούλο. Κυρίως είναι η αναζήτηση του Μέτρου.

4. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ ΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΤΟΥ, αλλά πρέπει επίσης να γίνει τελικά αυτό που μπορεί να γίνει. Να κτισθεί σύμφωνα με την άποψη που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, αλλά και να μην αρκεστεί ποτέ από το αποτέλεσμα. Πρέπει να θέλει να αλλάξει πρώτα ο ίδιος πριν στραφεί να αλλάξει τον κόσμο, και είναι προτιμότερο να παραδεχθεί τον κόσμο όπως είναι παρά να παραδεχθεί τον εαυτό του όπως είναι. Πρέπει να αναπτύξουμε μέσα μας εκείνες από τις δυνατότητές που καθιστούν ανθρώπους εμάς τους ίδιους. Μία ισχυρή θέληση μάς επιτρέπει να γίνουμε αυτό που θέλουμε ανεξάρτητα από εκείνο που ήμασταν, γιατί η θέληση προηγείται όλων των προκαθορισμών, ακόμη και εκείνου της γεννήσεως, υπό τον όρο βεβαίως να έχουμε την ικανότητα να θέλουμε. Πρώτα από όλα χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την εσωτερική ενέργεια, την ενέργεια εκείνη «της οποίας την απόδειξη υπάρξεως μπορεί να δώσει εξίσου ένα μυρμήγκι και ένας ελέφαντας» (Σταντάλ) και που επιτρέπει να παραμένει κανείς μέσα στον χειμώνα αυτό δια μέσου του οποίου επιστρέφει η άνοιξη.

5. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΜΕΝΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΟΥΣ. Να ορίζουμε νόμους για τον εαυτό μας υπό τον όρο όμως να μην τους αλλάζουμε (πράγμα που ωστόσο δεν μας εμποδίζει από το να δίνουμε νέες διαστάσεις στις προοπτικές που επιλέξαμε). Να μην υποχωρούμε, να μην τσακίζουμε. Να συνεχίζουμε ακόμα και αν δεν υπάρχουν πια οι λόγοι για να συνεχίσουμε. Να μένουμε πιστοί στις προδομένες ιδέες, πιστοί ακόμα και για λογαριασμό εκείνων που δεν έμειναν πιστοί. Να μένουμε πιστοί επίσης και σε όλους εκείνους που δεν υπάρχουν πια. Να υπερασπιζόμαστε εναντίον όλων, ακόμα και εναντίον του ίδιου μας του εαυτού, την ιδέα που έχουμε για τα πράγματα και την ιδέα που θέλουμε να έχουμε για τον εαυτό μας.

6. ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΡΙΝ ΓΙΝΟΥΜΕ ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ. Ο αυτοεξαναγκασμός είναι πρωταρχική προϋπόθεση του δικαιώματος εξαναγκασμού των άλλων. Οφείλουμε επίσης να ανεχόμαστε τους συγχρόνους μας, αφού πρώτα μάθουμε να ανεχόμαστε τον εαυτό μας: «ο ποιοτικός άνθρωπος έχει πρώτα απαιτήσεις από τον εαυτό του, ο κοινός άνθρωπος έχει απαιτήσεις μόνο από τους άλλους» (Κομφούκιος). Η ισχύς πρέπει να βασίζεται επάνω στην υπεροχή και όχι η υπεροχή επάνω στην ισχύ. Εκείνοι που ηγούνται έχουν το δικαίωμα να κατέχουν, όμως εκείνοι που κατέχουν δεν έχουν υποχρεωτικά και το δικαίωμα να ηγούνται. Ο ποιοτικός άνθρωπος στέκεται πέρα από δεσποτισμούς, καθώς δεσπόζει όλων των δεσποτών με μέσα που ειδικά του ανήκουν: «μία νέα ευγένεια είναι αναγκαστικώς αντίθετη σε ό,τι ανήκει στον όχλο ή στον δεσποτισμό» (Νίτσε). Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κάποιος, τόσο πιο μόνος πορεύεται, τόσο πιο πολύ πρέπει να υπολογίζει στον εαυτό του. Αυτοί που είναι ψηλά είναι υπεύθυνοι για εκείνους που είναι χαμηλότερα, καθώς πρέπει να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Δεν έχουν κανένα πραγματικό προνόμιο πέραν των βαρών που οι άλλοι μπορούν να τους φορτώσουν στους ώμους, στην αντίθετη περίπτωση όλες οι επαναστάσεις γίνονται δίκαιες. Να ακολουθούμε ελεύθερα εκείνους που είναι ανώτεροί μας, να γινόμαστε υπερήφανοι κάθε φορά που πετυχαίνουμε να βρούμε έναν μπροστάρη (Στέφαν Ζωρζ), αφού το αντάλλαγμα του να ακολουθήσουμε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν ανιχνεύεται στην σφαίρα της κυριαρχίας αλλά της αμοιβαίας προστασίας. Το να υπακούμε είναι δικαίωμα, το να κυριαρχούμαστε ή να κυριαρχούμε είναι καθήκον, όχι το αντίθετο. Διακηρύσσουμε το ωραίο καθήκον μας να έχουμε δικαιώματα και το ωραίο δικαίωμά μας να έχουμε καθήκοντα.

7. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΜΕΤΡΗΤΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ. Κάθε ύπαρξη έχει την τραγικότητά της, το ίδιο και κάθε διακήρυξη. Ο Κόσμος δείχνει χαοτικός, ωστόσο μπορούμε εύκολα να του δώσουμε μία μορφή. Κάθε τι που κάνουμε δεν έχει άλλη έννοια από εκείνη που του δίνουμε εμείς. Το μόνο αντάλλαγμα είναι ότι όλα απηχούν σε όλα. Οι μικρές χειρονομίες μας έχουν μία συνέπεια στα πιο απομακρυσμένα σημεία του σύμπαντος. Η ύπαρξη του Κακού δεν μπορεί να ορισθεί θετικά, παρά μόνον ως περιορισμός αυτού που πρέπει να επέλθει, περιορισμός της μορφής που τα όντα δίνουν στον Κόσμο. Ίσως δεν είναι τίποτε περισσότερο από καθαρή και αιώνια αρνητικότητα.

8. ΑΞΙΖΟΥΜΕ Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Από ένα σημείο και ύστερα δεν υπάρχει ούτε τύχη, ούτε σύμπτωση. Οι αντίπαλοί μας δεν έχουν σε τελευταία ανάλυση καμμία άλλη δύναμη πέραν εκείνης που τους παρέχουν οι δικές μας αδυναμίες. Συνεπώς όχι μόνο πρέπει να αποδεχόμαστε, αλλά και να επιθυμούμε εν τέλει αυτό που συμβαίνει. Πρέπει να επιθυμούμε αυτό που συμβαίνει από την στιγμή που θα αποδειχθούμε ανήμποροι να το εμποδίσουμε να συμβεί. Αυτό δεν είναι παραίτηση, αλλά διατήρηση της ελευθερίας μας, είναι το μόνο μέσον ορθής αντιδράσεως όταν καμμία δράση δεν απομένει να αναπτυχθεί. Ο Στωϊκισμός προσφέρει την μόνη δυνατή συμπεριφορά, όταν οι άλλοι δεν αντέχουν πλέον να παραμείνουν στωϊκοί. Πρέπει να πράττουμε έτσι, ώστε εκείνο επάνω στο οποίο δεν μπορούμε να επιδράσουμε να μην μπορεί και αυτό να επιδράσει επάνω σε εμάς (Τζούλιους Έβολα).

9. Η ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΡΑΣΗ. Δεν υπάρχουν λόγοι υπάρξεως στα μεγάλα και δυνατά πράγματα, αφού αυτά ούτως ή άλλως πρέπει να υπάρχουν ή να γίνονται (δεν είναι ωστόσο μεγάλο και δυνατό κάθε τι που δεν έχει λόγο υπάρξεως). Σπουδαιότητα έχει η δράση και όχι εκείνος που την αναλαμβάνει. Το ίδιο και η αποστολή και όχι εκείνος που την φέρει εις πέρας. Να σταθούμε ενάντιοι στον ατομισμό, διεκδικώντας μία ενεργητική από-προσώπηση. Εκείνο που πραγματικά πρέπει να πράξει κάποιος δεν εξηγείται με κίνητρα. Η αριστοκρατία σιωπά.

10. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΤΙΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΈΧΟΥΜΕ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ΒΑΛΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ. Η εικόνα που δημιουργούμε για τον εαυτό μας, γίνεται αληθινή από την στιγμή που συμμορφωνόμαστε με αυτήν. Από εκεί και ύστερα, το αν πρόκειται για μία «εικόνα» ή για μία «πραγματικότητα» έχει πολύ μικρή σημασία. Οι δύο όροι συμπίπτουν. Η ιδέα που λαμβάνει σάρκα, αποτελεί ούτως ή άλλως την πραγματική ενσάρκωση του Λόγου. Κάθε υποχρέωση υποχρεώνει, καμμία περίσταση δεν αποδεσμεύει. Ο καλύτερος τρόπος για να μην ντρεπόμαστε για τους άλλους, είναι να μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι για τον εαυτό μας.

11. Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η ωραία πράξη είναι πάντοτε πιο σημαντική από το δόγμα. Το ωραίο δεν είναι ποτέ κακό. Καλύτερα να πράξουμε πολύ καλά πράγματα που είναι μέτρια, παρά να πράξουμε με άσχημο τρόπο πράγματα υπέροχα. Ο Τρόπος με τον οποίο πράττουμε τα πράγματα αξίζει περισσότερο από τα ίδια τα πράγματα. Ο Τρόπος επίσης που ζούμε τις ιδέες μας, αξίζει περισσότερο από αυτές τις ίδιες. Ο Τρόπος που ζούμε την ζωή μας, αξίζει περισσότερο από εμάς που ζούμε, και πολλές φορές περισσότερο και από αυτή την ίδια την ζωή. «Όταν κάποιος έχει περισσότερο απλότητα παρά τρόπο είναι αγροίκος. Όταν έχει περισσότερο τρόπο παρά απλότητα είναι γελοίος. Ο ποιοτικός άνθρωπος έχει εξίσου απλότητα και τρόπο» (Κομφούκιος).

12. ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ ;». Την απάντηση που έδωσε ο ίδιος, ότι «είναι εκείνος που αναζητεί τις καταστάσεις που επιβάλλουν σαφείς συμπεριφορές. Εκείνος που εγκαταλείπει την «ευτυχία» στις μάζες, μία «ευτυχία» που περιορίζεται σε ψυχική ηρεμία, βολή, άνεση και αγγλοσαξονική εμπορευματοκρατία. Είναι εκείνος που αναζητεί ενστικτωδώς τις βαρύτερες ευθύνες, εκείνος που ξέρει να κάνει παντού εχθρούς, εν ανάγκη να κάνει εχθρό ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό».

13. ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΟΎΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΜΑΣ. Το να κάνουμε υποτίθεται «καλές πράξεις» για να κερδίσουμε την ατομική «σωτηρία» μας, να πάμε στον παράδεισο, κ.ο.κ., δεν είναι παρά χυδαία εξυπηρέτηση ενός προσωπικού συμφέροντός μας. Πρέπει να πράττουμε εκείνο που είναι ανάγκη να πραχθεί, όχι εκείνο που μας αρέσει. Το τελευταίο απαιτεί ωστόσο μία εκγύμναση, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονισμούς για να «κτισθεί», καθώς από την φύση του είναι άμετρα εύπλαστος. Να βλέπουμε την δράση ως εξυπηρέτηση και το καθήκον ως προορισμό.

14. ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΜΠΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΩΝ. Να πράττουμε πάντοτε σύμφωνα με τα λόγια μας. Όταν τα λόγια μας υπερβαίνουν τις πράξεις μας δεν είμαστε περισσότερο κυρίαρχοι του εαυτού μας από όταν οι πράξεις μας υπερβαίνουν τα λόγια μας. Το να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι το να λέμε την αλήθεια, αλλά το να προσχωρούμε ολοκληρωτικά και χωρίς υστεροβουλίες σε ό,τι επιχειρούμε.

15. ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΑΝΟΟΎΜΕ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΕΞΑΓΟΥΜΕ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ. Να εξαντλούμε κάθε δυνατότητά μας για να αποφύγουμε να πράξουμε το κακό, εάν όμως το πράξουμε να μην επιζητούμε δικαιολογίες. Οι δικαιολογίες που δίνουμε στον εαυτό μας δεν είναι παρά υπεκφυγές. Η μετάνοια δεν αποβλέπει στην απόσβεση του λάθους, αλλά στην ανάπαυση μιας ένοχης συνειδήσεως. Πρέπει να ανταποδίδουμε το καλό στο καλό και την δικαιοσύνη στο κακό (εάν ανταποδίδαμε το καλό στο κακό, τότε τι θα άρμοζε να αποδώσουμε στο καλό, και, τέλος, τι αξία θα είχε κάτι τέτοιο ;).

16. ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΛΗΘΗ ΑΡΚΕΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΝΑ ΜΗΝ ΜΙΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ, ΑΛΛΆ ΝΑ ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΜΕ ΑΡΚΕΤΑ ΣΥΧΝΑ Τα συναισθήματα των χυδαίων είναι μίσος, μνησικακία, ευερεθιστικότητα, ματαιοδοξία, τσιγκουνιά. Το μίσος είναι το ακριβώς αντίθετο της περιφρονήσεως, η μνησικακία της λησμοσύνης, η ευερεθιστικότητα της αυτοπεποιθήσεως, η ματαιοδοξία της αξιοπρέπειας, η τσιγκουνιά της χαριστικότητος. Από όλα αυτά τα χυδαία συναισθήματα, το πιο αξιοπεριφρόνητο είναι η μνησικακία. Ο Νίτσε έχει πει: «βρισκόμαστε στο κατώφλι των καιρών του αξιοπεριφρόνητου ανθρώπου, εκείνου που δεν είναι ικανός ούτε τον εαυτό του να περιφρονήσει».

17. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΟΦΕΛΕΙΑΣ ΌΛΩΝ. Στον άνθρωπο ισχύει ό,τι και με τους στρατούς που είναι ήδη αποτυχημένοι άπαξ και για να πολεμήσουν έχουν ανάγκη να γνωρίζουν γιατί ακριβώς πολεμούν. Υπάρχει βεβαίως και ένα χαμηλότερο επίπεδο, όταν ένας στρατός πρέπει να πεισθεί ότι η αιτία που πολεμάει είναι σωστή. Ένα ακόμη χαμηλότερο είναι το να πολεμάει μόνο όταν είναι σίγουρος πως θα νικήσει. Όταν πρέπει να επιχειρήσουμε κάτι, δεν χρειάζεται να νοιαζόμαστε, παρά μόνον δευτερευόντως, για το εάν αυτό που επιχειρούμε μπορεί ή όχι να πετύχει. Όμως δεν αρκεί να επιχειρούμε ακόμα και όταν δεν είμαστε βέβαιοι για την επιτυχία, χρειάζεται να επιχειρούμε ακόμα και όταν είμαστε βέβαιοι για την αποτυχία. Γιατί η ανώτατη τιμή είναι να μένουμε πιστοί στους κανόνες που θέσαμε στον εαυτό μας, ακόμα και αν είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι μας περιμένει η αποτυχία. Το να επιθυμήσουμε να μιμηθούμε τον αντίπαλο με την δικαιολογία ότι αυτός έχει τον τρόπο να επιτυγχάνει ισοδυναμεί με το να καταντούμε εμείς οι ίδιοι εχθροί του εαυτού μας, μην διαφέροντας σε τίποτε από τον κανονικό εχθρό. Η χαμέρπεια αναδύεται από την στιγμή που πριν από μία πράξη θ' αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε περί «χρησιμοτήτων», περί «ωφελειών» και περί «των λόγων που μας υποχρεώνουν» σε αυτή την πράξη. Ένας από τους μεγαλύτερους παραλογισμούς είναι το να προσπαθούμε να διατηρήσουμε κάτι που θα χάσουμε οπωσδήποτε, το να καταλήξουμε απολογητές των ζωντανών σκύλων και των νεκρών λεόντων.

18. Η ΑΡΕΤΗ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΊΝΑΙ Η ΠΡΟΙΚΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΕΠΙΛΕΚΤΗΣ ΟΜΑΔΟΣ. Και στις δύο περιπτώσεις απαιτείται η ίδια ποσότητα αυτοκυριαρχίας και κινητήρια δύναμη είναι η καθαρή θέληση, όχι μία κάποια α ή β «ηθική». Η ελευθερία της πράξεως συμβαδίζει πάντοτε με την ελευθερία απέναντι σε κάτι. Πρέπει να επιθυμούμε πράγματα για τα οποία αισθανόμαστε τους εαυτούς μας ικανούς και να τα αποποιηθούν: «Μας επιτρέπεται να πράξουμε κάτι στο μέτρο που μπορούμε επίσης να μην το πράξουμε... μας επιτρέπεται να επιθυμούμε κάτι - και να το αποκτήσουμε- στο μέτρο που είμαστε ικανοί να τα αποχωρισθούμε» (Έβολα).

19. ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΙΣΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΝΑ ΑΦΥΠΝΙΣΟΥΜΕ. Η ζωή βρίσκει νόημα σε πράγματα που είναι μεγαλύτερα από αυτήν αλλά όχι πέρα από αυτήν. Αυτά που είναι μεγαλύτερα από την ζωή δεν εκφράζονται με λέξεις, ωστόσο γίνονται μερικές φορές αισθητά. Πρέπει να δίνουμε προβάδισμα στην ψυχή απέναντι στο πνεύμα, στην ζωή απέναντι στην σκέψη, στην εικόνα απέναντι στην αντίληψη.

20. ΝΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕ ΤΟΝ ΛΥΡΙΣΜΟ. Ο λυρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηθικός «κανόνας», υπό τον όρο να έχει τεθεί ως βασική σχέση της υπάρξεως, όχι ως η σχέση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, αλλά ως η σχέση του ανθρώπου προς το Σύμπαν (αφού ο μόνος τρόπος για να φθάσει κανείς στους ανώτερους Κόσμους είναι να κτίζεται σε αναλογία προς αυτούς). Οι μεγάλοι ηγέτες είναι εκείνοι που χάρη σε αυτούς οι άνθρωποι μπορούν να σκέπτονται λυρικά για τους εαυτούς τους.

21. ΝΑ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΙ ΣΕ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΑ. Το να δεχόμαστε το παρόν με την ενθουσιώδη ανάταση της στιγμής είναι το να μπορούμε να απολαμβάνουμε συγχρόνως όλες τις στιγμές του. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι 3 προοπτικές τι ίδιο επίκαιρες, είναι τα παντοτινά δεδομένα της ιστορικής πορείας. Είναι όλα όσα παρουσιάζουν τα όσα ήδη έχουν συμβεί, κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνα που πρόκειται να ξανασυμβούν.

22. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Και αυτό ακόμα και αν η εποχή ή η εκάστοτε κοινωνία προσπαθούν να μας εμποδίσουν. Συνήθως μία κοινωνία παραφρονεί μέσα από δύο τρόπους: είτε με το να απαιτεί πάρα πολλά, είτε με το να μην προτείνει τίποτε. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους ανθρώπους.

23. ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ. Να αντέχουμε να ανήκουμε στην παράταξη του πολικού αστέρος, του άστρου που μένει στην θέση του στον ουράνιο θόλο ενώ όλα τα υπόλοιπα διαρκώς περιστρέφονται. Στο κέντρο κάθε κινήσεως υπάρχει ηρεμία (Γιούνκερ), όπως στον άξονα του τροχού. Να καλλιεργούμε μέσα μας εκείνο που οι ποιοτικοί άνθρωποι ξέρουν να διατηρούν αμετακίνητο μέσα σε όλες τις καταστάσεις: το «παιγνίδι» του Κομφούκιου, το «πουρούσα» των Ινδών, την «humanitas» των Ρωμαίων, δηλαδή τον εσωτερικό πυρήνα του ανθρωπίνου όντος.

24. Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΟΥ ΑΠΟΓΟΝΟΥ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΗΚΕΙ. Ο Ιησούς, ισχυριζόμενος ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν πραγματικός πατέρας του, αλλά ότι ο ίδιος ήταν υιός τού ενός μοναδικού Θεού, ένας αδελφός των πάντων, εγκαινιάζει την διαδικασία απαρνήσεως των πατρίων. Για εμάς όμως, οι εξαφανισμένοι πρόγονοί μας δεν είναι ούτε πνευματικά νεκροί, ούτε περασμένοι οριστικά σε έναν άλλο κόσμο. Στέκουν δίπλα μας, ως ένα αόρατο αλλά θροϊζον πλήθος. Μας περιτριγυρίζουν όσο εμείς οι απόγονοί τους είμαστε άξιοι να τιμούμε την μνήμη τους. Αυτή είναι η αντίληψη που γέννησε στα αρχαία χρόνια την λατρεία των προγόνων, αλλά και το αυτονόητο καθήκον να τιμάται το όνομά τους.

25. ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΟΙΟΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΛΦΙΑ. Αδέλφια ανεξαρτήτως φυλής, χώρου και χρόνου.

(Κείμενο που γράφτηκε τον Ιούλιο του 1977 από τον Αλαίν ντε Μπενουά. Πηγή: ΥΣΕΕ Βορείου Ελλάδος).

Ο ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣΤΟΥ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο εκλεκτικισμός στην Φιλοσοφία που σημαδεύει τους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους, φυσικό ήταν να ακολουθηθεί από έναν συγκρητισμό στην Θρησκεία. Μάλιστα, για πάρα πολλούς καλλιεργημένους ανθρώπους αυτά τα δύο ήσαν ένα και το αυτό πράγμα, ένας τρόπος να αναζητάει κανείς την αλήθεια μέσα από μία αποτιμητική μελέτη divergent συμπεριφορών και πεποιθήσεων. Ήταν πολύ εύκολο άλλωστε να πιστέψει κανείς, όπως έκανε ο Πλούταρχος, ότι όλες εκείνες οι διαφορετικές μυστηριακές λατρείες αποτελούσαν ουσιαστικά διαφορετικές εκδοχές μίας και μόνης λατρείας… Και δεν ήταν διόλου δύσκολο να καταλήξει κανείς σε ανάλογα συμπεράσματα, καθώς οι αρχαίες Θρησκείες ούτε θεολογούσαν, ούτε απαιτούσαν πίστη πέραν της συμμετοχής στην λατρευτική πράξη, ούτε ενδιαφέρονταν να είναι ευαγγελικές. Η οργάνωσή τους ήταν στοιχειώδης, με αποτέλεσμα ακόμα και σε περιπτώσεις λατρειών με ιερατικές κάστες, όπως λ.χ. οι λατρείες της Περσίας και της Βαβυλώνος, να εκδηλώνεται μία μεγάλη ανεκτικότητα για εκείνους που δεν πίστευαν στους Θεούς.

Η λατρεία επίσης δεν ήταν άσχετη από το πολιτικό στοιχείο αλλά, αντίθετα, το υπηρετούσε. Η ιδέα του Ρουσσώ ότι κάθε κοινότητα πρέπει να αναδεικνύει μέσα της μία πολιτική θρησκευτική έκφραση που να εγγυάται την πολιτική της νομιμότητα, είχε αρχαίες ρίζες. Ακόμα και οι μυστηριακές Θρησκείες, που επέβαλαν σοβαρές δοκιμασίες, προέβαιναν σε μυστικές μυήσεις και αποσκοπούσαν να μεταμορφώσουν τον μυημένο σε έναν νέο άνθρωπο, δεν εκδήλωναν ενδιαφέρον να επεκταθούν αλλού. Η κλειστότητα των αρχαίων Ιουδαίων φάνταζε στα μάτια όλων των γειτόνων τους ως εκκεντρικότητα και προσβολή, καθώς ένας μυημένος στα Μυστήρια της Ίσιδος ή του Μίθρα μπορούσε να αισθανθεί ανώτερος βλέποντας την άγνοια του αμύητου, ποτέ όμως δεν θα διανοείτο να παρουσιάσει τους δικούς του Θεούς ως ζηλόφθονο αφέντη, ή να καταδικάσει την λατρεία των άλλων Θεών σαν τάχα ειδωλολατρίας ή βλασφημία.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η αρχαία θρησκευτική πολιτική να είναι εξαιρετικά ανεκτική, όχι τόσο από κάποια φιλοσοφική αντίληψη για ανθρώπινη αδελφοσύνη, αφού κάτι τέτοιο κηρυσσόταν μόνο από έναν μικρό αριθμό διανοουμένων, αλλά κυρίως γιατί η ίδια η Θρησκεία είχε να παίξει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο. Στον αρχαίο κόσμο φαινόταν πέρα για πέρα λογικό το να έχει το κάθε έθνος και η κάθε πόλη ιδιαίτερους τοπικούς Θεούς. Κάθε φορά που οι στρατιώτες ή οι άποικοι μετακινούντο από την μία κουλτούρα στην άλλη, έβρισκαν πολύ φυσικό το να λατρεύουν επίσης τους Θεούς και να υιοθετούν τις λατρευτικές μορφές της κάθε νέας χώρας, δίχως αυτό να τους κάνει να νοιώθουν ότι δήθεν πρόδιδαν τα προηγούμενα σεβάσματά τους. Και η αντίθετη επίσης διαδρομή, όχι τόσο φανερή αλλά τουλάχιστον στον Μεσογειακό χώρο με μεγάλες διακυμάνσεις επιρροών, η εισαγωγή δηλαδή κάποιων ξένων Θεών που λάτρευαν νέο-αφιχθέντες κάτοικοι, υπήρξε εξίσου συνηθισμένη. Κατά κανόνα βέβαια τα πιο ισχυρά και πνευματικά ανεπτυγμένα έθνη κατόρθωναν να επιβάλουν τις θεότητές τους στους όποιους υποδεέστερους γείτονές τους, αλλά αυτή η επιβολή γινόταν σχεδόν πάντοτε με την πειθώ. Η ιεραποστολική δράση πρακτικά ήταν εντελώς άγνωστη.

Ο Βολταίρος περιέγραψε αυτή την συμπεριφορά με λόγια που η νεώτερη έρευνα δεν προσπάθησε καν να επαναδιατυπώσει: «Οι Έλληνες αναγνώρισαν τους Θεούς των Αιγυπτίων. Όχι τόσο τον ταύρο Άπιδα ή τον τσακαλόμορφο Ανούβιδα, αλλά τον Άμμωνα και τους 12 Μεγάλους Θεούς. Με την σειρά τους οι Ρωμαίοι λάτρευσαν όλους τους Θεούς των Ελλήνων». Και φυσικά η ρωμαϊκή αποδοχή ξένων πολιτισμικών στοιχείων υπήρξε παροιμιώδης: πρακτική των Ρωμαίων ήταν το να υιοθετούν δια νόμου τις λατρείες των Θεών των άλλων εθνών και συνεπώς να τις προστατεύουν. «Αυτή η ένωση όλων των θεοτήτων του κόσμου, αυτή η υποδειγματική θεϊκή φιλοξενία, υπήρξε ο παγκόσμιος νόμος ολόκληρης της αρχαιότητας». Αυτή η ανεκτικότητα δεν ήταν ωστόσο αυτόματη. Ο νομοθέτης έπρεπε να πεισθεί απόλυτα ότι μία ξένη λατρεία δεν είχε πρόθεση να ανατρέψει την έννομη τάξη προτού της χαρίσει μία θέση ανάμεσα στις αναγνωρισμένες Θρησκείες. Και φυσικά «δεν υπήρξαν ποτέ θρησκευτικοί πόλεμοι» («Essai sur les moeurs», 1. 15. 182), καθώς οι περισσότερες από αυτές τις λατρείες ήσαν άκακες και οι αρχαίες Θρησκείες ενδιαφέρονταν για την ιεροπραξία και όχι για το δόγμα..

…(Ο καλλιεργημένος Εθνικός της εποχής του Καίσαρα) ήταν ένας περιηγητής ανάμεσα σε νέες λατρείες και άγνωστες πρακτικές που είτε αναζητούσε την κρυμμένη ομοιότητά τους, είτε απολάμβανε την πολύχρωμη ποικιλία τους. Η ίδια η αστική ζωή του υποστηριζόταν από μία σαφή διάκριση ανάμεσα στην Θρησκεία και την Φιλοσοφία: οι τελετές της πρώτης ενσάρκωναν την πολιτική νομιμότητα και τις οικογενειακές παραδόσεις, ενώ η δεύτερη απαντούσε όλα τα ερωτήματα ενός μορφωμένου ανθρώπου σχετικά με τον σωστό τρόπο ζωής και με την φύση του σύμπαντος.
(Από το βιβλίο του Peter Gay «The Enlightenment. An Interpretation, or The Rise of Modern Paganism», 2η έκδοση, New York, 1967. Δημοσιεύθηκε σε μετάφραση του Βλάση Γ. Ρασσιά στο περιοδικό "Διιπετές", τεύχος 57)