28 Απρ 2008

ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΑΓΡΙΩΝΙΟΣ


Το «Αγριώνιος» απετέλεσε λατρευτικό επίθετο του Βάκχου σε μία σειρά Ελληνικές πόλεις που ετελούντο τα Αγριώνια ή Αγριάνια πιθανώς κατά τον ομώνυμο μήνα. Όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος, σε αυτήν την εορτή γινόταν αναπαράσταση ενός παλαιού μύθου όπου ο Διόνυσος τιμωρεί τις θυγατέρες του Μινύου διότι δεν παρευρίσκονται, όπως όλες οι άλλες γυναίκες, στην εορτή του. Αυτές, χάνοντας τα λογικά τους, ζητούν να φάνε ανθρώπινο κρέας και βάζουν κλήρο για να φάνε έναν από τους γιους τους. Ο κλήρος έλαχε στον γιο της Λευκίππης, τον Ίππασον, τον οποίο και κατεσπάραξαν. Έπειτα αυτές άρχισαν να τρέχουν μανιωδώς στους γύρω λόφους Οι γυναίκες, αντίστοιχα, στην εορτή αυτή, τις τρεις πρώτες νύκτες κατεδίωκαν συμβολικά τον Διόνυσο στα τριγύρω βουνά και όταν επέστρεφαν, αφού δήλωναν ότι ο θεός τους ξέφυγε γιατί κατέφυγε στις Μούσες, διασκέδαζαν με συμπόσιο και λύνοντας αινίγματα. Από τους εορτασμούς των πρώτων ημερών αποκλείονταν οι Ολείες, δηλαδή οι γυναίκες του γένους των Μινύων, οι οποίες συμμετείχαν μόνον την τέταρτη ημέρα όπου συγκεντρώνονταν, παρουσία των πενθοφορεμένων ανδρών του γένους τους, στο Ναό του Διονύσου. Τότε άρχιζε ο ιερέας του ναού, υπό το βλέμμα των ανδρών τους που δεν είχαν δικαίωμα να αντιδράσουν, κατα το έθιμο, να προσποιείται ότι τις καταδιώκει για να τις φονεύσει.

Την εποχή όμως του Πλούταρχου, στα Ορχομένια Αγριώνια, ο ιερέας Ζωίλος, παρασυρθείς από τον οίστρο του, σκότωσε μια νεαρή Μυνιάδα. Για την πράξη αυτή, αφαιρέθηκε από το γένος του Ζωίλου η κληρονομικότητα της ιεροσύνης και το χειρότερο, απαγορεύθηκε από τους Ρωμαίους η τέλεση αυτού του πανάρχαιου εθίμου (οι Ρωμαίοι γενικότερα έδειχναν μεγάλη αντιπάθεια προς τις εορτές και τα μυστήρια του Διονύσου, ιδιαίτερα, όταν εισήχθηκε η λατρεία του στη Ρώμη τον 2ο αι. π.α.χ.χ. αντιμετωπίστηκε με διωγμούς και απαγορεύσεις των τελετών).

Λέγεται ότι συνεχείς συμφορές έπληξαν την πόλη του Ορχομενού όπου και ετελούντο, ανάμεσα σε άλλες πόλεις, τα Αγριώνια, σαν ανταπόκριση του θεού στην αξιόμεμπτη αυτή πράξη. Λέγεται επίσης ότι ο Ζωίλος αρρώστησε και πέθανε αμέσως μετά το φόνο. Σαφώς αυτή η πράξη ήταν καταδικαστέα από όλους τους Εθνικούς και αντιβαίνουσα ως προς το ελληνικό έθος. Αυτή η πράξη, που συγκλόνισε τους ανθρώπους τόσο ώστε να υφέρπει η φήμη και η άποψη ότι τα γεγονότα που συνέβησαν αργότερα προκλήθηκαν από τον ίδιο το θεό, έδωσε τις βάσεις, στους πρώτους εβραίο-χριστιανούς να πολεμήσουν τον Έλληνα Άνθρωπο και στους ύστερους εβραίο-χριστιανούς, αφού επικράτησαν, αφελώς να προσπαθούν να τον φιμώσουν, παρουσιάζοντας τους προγόνους του ως χαιρέκακους και κακεντρεχείς, γράφοντας περί ανθρωποθυσιών στην πάτρια -και μόνη- Ελληνική Θρησκεία, ακόμα και μέσα σε σχολικά βιβλία.

Ίσως μία από τις θεολογικά πιο ακριβείς, ωστόσο επιφανειακές, ερμηνείες του χαρακτήρα των εθίμων του Διονύσου να είναι ότι ο οίστρος, η αγριότητα, το πάθος, η εκστατικότητα και η άκρατη εκδηλωτικότητα που επιφανειακά διακρίνεται, έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, υποδηλώνοντας, όπως διαφαίνεται και μέσα από τους ίδιους τους μύθους που σχετίζονται με το θεό, την αναζωογονητική, γονιμική, εξαγνιστική, πολυμορφική φύση του αέναου κόσμου.

Η προσέγγιση της έννοιας του εξαγνισμού συλλαμβάνεται μέσα από την ευρύτερη ιδέα της αρμονίας. Στην Διονυσιακή λατρεία, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τα επίθετα του θεού, το στοιχείο της αντίθεσης και της κυκλικής ροής είναι κάτι περισσότερο από εμφανές. Ο θεός, όπως κάθε άλλη θεότητα, δεν υπάγεται σε προσωποποιήσεις κι έτσι επίθετα όπως το Αγριώνιος ή το Άγριος φανερώνουν μόνο την μια πλευρά μιας εξισορροπημένης κοσμικής κατάστασης, η οποία πραγματώνεται μέσω της ύπαρξης του αντιθέτου. Για αυτό τον λόγο ο Διόνυσος παρουσιάζεται και ως Ήπιος, ως Τερπνός κλπ. Είναι αυτή, η διαρκής κυκλική ροή των πραγμάτων, ζωής και θανάτου, που επιφέρει μια συνεχή διαδικασία εξαγνισμού όπου τα πάντα επιστρέφουν στην ισορροπία και εν συνεχεία στην αρμονία. Ο θεός, συνάμα, μέσα από το εθιμικό μέρος της λατρείας, καταφεύγει στις Μούσες, όχι για να εκπολιτισθεί, αλλά για να ενεργοποιηθούν οι αντίρροπες δυνάμεις που είναι τόσο αναγκαίες για το συμπαντική ευταξία.

Δ. Κοκκότης

(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές»)