Ο εκλεκτικισμός στην Φιλοσοφία που σημαδεύει τους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους, φυσικό ήταν να ακολουθηθεί από έναν συγκρητισμό στην Θρησκεία. Μάλιστα, για πάρα πολλούς καλλιεργημένους ανθρώπους αυτά τα δύο ήσαν ένα και το αυτό πράγμα, ένας τρόπος να αναζητάει κανείς την αλήθεια μέσα από μία αποτιμητική μελέτη divergent συμπεριφορών και πεποιθήσεων. Ήταν πολύ εύκολο άλλωστε να πιστέψει κανείς, όπως έκανε ο Πλούταρχος, ότι όλες εκείνες οι διαφορετικές μυστηριακές λατρείες αποτελούσαν ουσιαστικά διαφορετικές εκδοχές μίας και μόνης λατρείας… Και δεν ήταν διόλου δύσκολο να καταλήξει κανείς σε ανάλογα συμπεράσματα, καθώς οι αρχαίες Θρησκείες ούτε θεολογούσαν, ούτε απαιτούσαν πίστη πέραν της συμμετοχής στην λατρευτική πράξη, ούτε ενδιαφέρονταν να είναι ευαγγελικές. Η οργάνωσή τους ήταν στοιχειώδης, με αποτέλεσμα ακόμα και σε περιπτώσεις λατρειών με ιερατικές κάστες, όπως λ.χ. οι λατρείες της Περσίας και της Βαβυλώνος, να εκδηλώνεται μία μεγάλη ανεκτικότητα για εκείνους που δεν πίστευαν στους Θεούς.
Η λατρεία επίσης δεν ήταν άσχετη από το πολιτικό στοιχείο αλλά, αντίθετα, το υπηρετούσε. Η ιδέα του Ρουσσώ ότι κάθε κοινότητα πρέπει να αναδεικνύει μέσα της μία πολιτική θρησκευτική έκφραση που να εγγυάται την πολιτική της νομιμότητα, είχε αρχαίες ρίζες. Ακόμα και οι μυστηριακές Θρησκείες, που επέβαλαν σοβαρές δοκιμασίες, προέβαιναν σε μυστικές μυήσεις και αποσκοπούσαν να μεταμορφώσουν τον μυημένο σε έναν νέο άνθρωπο, δεν εκδήλωναν ενδιαφέρον να επεκταθούν αλλού. Η κλειστότητα των αρχαίων Ιουδαίων φάνταζε στα μάτια όλων των γειτόνων τους ως εκκεντρικότητα και προσβολή, καθώς ένας μυημένος στα Μυστήρια της Ίσιδος ή του Μίθρα μπορούσε να αισθανθεί ανώτερος βλέποντας την άγνοια του αμύητου, ποτέ όμως δεν θα διανοείτο να παρουσιάσει τους δικούς του Θεούς ως ζηλόφθονο αφέντη, ή να καταδικάσει την λατρεία των άλλων Θεών σαν τάχα ειδωλολατρίας ή βλασφημία.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η αρχαία θρησκευτική πολιτική να είναι εξαιρετικά ανεκτική, όχι τόσο από κάποια φιλοσοφική αντίληψη για ανθρώπινη αδελφοσύνη, αφού κάτι τέτοιο κηρυσσόταν μόνο από έναν μικρό αριθμό διανοουμένων, αλλά κυρίως γιατί η ίδια η Θρησκεία είχε να παίξει έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο. Στον αρχαίο κόσμο φαινόταν πέρα για πέρα λογικό το να έχει το κάθε έθνος και η κάθε πόλη ιδιαίτερους τοπικούς Θεούς. Κάθε φορά που οι στρατιώτες ή οι άποικοι μετακινούντο από την μία κουλτούρα στην άλλη, έβρισκαν πολύ φυσικό το να λατρεύουν επίσης τους Θεούς και να υιοθετούν τις λατρευτικές μορφές της κάθε νέας χώρας, δίχως αυτό να τους κάνει να νοιώθουν ότι δήθεν πρόδιδαν τα προηγούμενα σεβάσματά τους. Και η αντίθετη επίσης διαδρομή, όχι τόσο φανερή αλλά τουλάχιστον στον Μεσογειακό χώρο με μεγάλες διακυμάνσεις επιρροών, η εισαγωγή δηλαδή κάποιων ξένων Θεών που λάτρευαν νέο-αφιχθέντες κάτοικοι, υπήρξε εξίσου συνηθισμένη. Κατά κανόνα βέβαια τα πιο ισχυρά και πνευματικά ανεπτυγμένα έθνη κατόρθωναν να επιβάλουν τις θεότητές τους στους όποιους υποδεέστερους γείτονές τους, αλλά αυτή η επιβολή γινόταν σχεδόν πάντοτε με την πειθώ. Η ιεραποστολική δράση πρακτικά ήταν εντελώς άγνωστη.
Ο Βολταίρος περιέγραψε αυτή την συμπεριφορά με λόγια που η νεώτερη έρευνα δεν προσπάθησε καν να επαναδιατυπώσει: «Οι Έλληνες αναγνώρισαν τους Θεούς των Αιγυπτίων. Όχι τόσο τον ταύρο Άπιδα ή τον τσακαλόμορφο Ανούβιδα, αλλά τον Άμμωνα και τους 12 Μεγάλους Θεούς. Με την σειρά τους οι Ρωμαίοι λάτρευσαν όλους τους Θεούς των Ελλήνων». Και φυσικά η ρωμαϊκή αποδοχή ξένων πολιτισμικών στοιχείων υπήρξε παροιμιώδης: πρακτική των Ρωμαίων ήταν το να υιοθετούν δια νόμου τις λατρείες των Θεών των άλλων εθνών και συνεπώς να τις προστατεύουν. «Αυτή η ένωση όλων των θεοτήτων του κόσμου, αυτή η υποδειγματική θεϊκή φιλοξενία, υπήρξε ο παγκόσμιος νόμος ολόκληρης της αρχαιότητας». Αυτή η ανεκτικότητα δεν ήταν ωστόσο αυτόματη. Ο νομοθέτης έπρεπε να πεισθεί απόλυτα ότι μία ξένη λατρεία δεν είχε πρόθεση να ανατρέψει την έννομη τάξη προτού της χαρίσει μία θέση ανάμεσα στις αναγνωρισμένες Θρησκείες. Και φυσικά «δεν υπήρξαν ποτέ θρησκευτικοί πόλεμοι» («Essai sur les moeurs», 1. 15. 182), καθώς οι περισσότερες από αυτές τις λατρείες ήσαν άκακες και οι αρχαίες Θρησκείες ενδιαφέρονταν για την ιεροπραξία και όχι για το δόγμα..
…(Ο καλλιεργημένος Εθνικός της εποχής του Καίσαρα) ήταν ένας περιηγητής ανάμεσα σε νέες λατρείες και άγνωστες πρακτικές που είτε αναζητούσε την κρυμμένη ομοιότητά τους, είτε απολάμβανε την πολύχρωμη ποικιλία τους. Η ίδια η αστική ζωή του υποστηριζόταν από μία σαφή διάκριση ανάμεσα στην Θρησκεία και την Φιλοσοφία: οι τελετές της πρώτης ενσάρκωναν την πολιτική νομιμότητα και τις οικογενειακές παραδόσεις, ενώ η δεύτερη απαντούσε όλα τα ερωτήματα ενός μορφωμένου ανθρώπου σχετικά με τον σωστό τρόπο ζωής και με την φύση του σύμπαντος.
(Από το βιβλίο του Peter Gay «The Enlightenment. An Interpretation, or The Rise of Modern Paganism», 2η έκδοση, New York, 1967. Δημοσιεύθηκε σε μετάφραση του Βλάση Γ. Ρασσιά στο περιοδικό "Διιπετές", τεύχος 57)