28 Απρ 2008

ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ

"ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ" [ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ]

Ένα φιλοσοφικό ερώτημα

Ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τη φιλοσοφική σκέψη είναι και το αν οι Θεοί ενδιαφέρονται ή όχι για τ΄ ανθρώπινα και τον Κόσμο. Δυο από τις φιλοσοφικές σχολές της ύστερης αρχαιότητος, οι Επικούρειοι και οι Στωϊκοί φαίνεται να έχουν αντίθετες απόψεις επί του θέματος. Για το μεν ιδρυτή των πρώτων Επίκουρο, οι Θεοί είναι υπαρκτοί αλλά δεν ενδιαφέρονται για τ΄ ανθρώπινα (ο Επίκουρος οδηγήθηκε σε αυτή τη διατύπωση γιατί έβλεπε τους ανθρώπους της εποχής του να κατρακυλούν όλο και πιο πολύ μέσα στη δεισιδαιμονία και τη σωτηρολογία της Ανατολής και να ζητούν από τους Θεούς επίλυση των ασήμαντων προσωπικών τους προβλημάτων), για δε την Στοά, στον Κόσμο, ο οποίος κυβερνάται από τους Θεούς, κυριαρχεί η Πρόνοια. Οι φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητος, αν και συχνά βρίσκονται μεταξύ τους σε μία φαινομενική «αντιπαλότητα» στο πεδίο των φιλοσοφικών θέσεων, στην πραγματικότητα συμπορεύονται, καθώς η κάθε μια τελικά, μέσα από την ιδιαίτερη ματιά της, περιγράφει και εξηγεί τις πλευρές του ιδίου αισθητού Κόσμου. Η κάθε μία, περιγράφει τον έναν κόσμο των θνητών και τη σφαίρα των Θεών, ενώ τοποθετεί τον άνθρωπο απέναντι στη Φύση και μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία σύμφωνα με τη δική της οπτική γωνία:

οι αντιθέσεις στις φιλοσοφικές προσεγγίσεις του Κόσμου από τους Έλληνες, σχηματίζουν μια πλήρη όσο και συνεκτική εικόνα του Κόσμου.

Χωρίς η κάθε μια φιλοσοφική περιγραφή να είναι μερική ή αποσπασματική, όλες μαζί οι σχολές πέτυχαν, άλλες σε μικρό άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό συμμετοχής στην επιτυχία, να σχηματίσουν μια πλήρη, έγκυρη και αναμεταδόσιμη εικόνα του Κόσμου. Επιλέγοντας σύστημα φιλοσοφικής σκέψης, η διάνοια απλώς επιλέγει έναν τρόπο θέασης, τέτοιο που να ταιριάζει καλύτερα στην ποιότητά της. Καμιά φιλοσοφική σχολή δεν θεώρησε ποτέ ότι αυτή είναι η «μόνη αληθινή», χαρακτηρίζοντας όλες τις άλλες προσεγγίσεις.. «κακόδοξες» «αιρέσεις» της δικής της ερμηνείας του Κόσμου.

Αυτά βέβαια ίσχυαν για τους αβάπτιστους Έλληνες προγόνους μας και τον πολιτισμό που εκείνοι διαμόρφωσαν. Ας εξετάσουμε όμως τι ισχύει στη σημερινή ανθρωπότητα, μία ανθρωπότητα ψυχικά και θεσμικά διαμορφωμένη από τον κυρίαρχο Μονοθεϊσμό. Διότι, εκτός του ότι, από την φύση του και την ποιότητά του, ο Μονοθεϊσμός στερείται οποιασδήποτε φιλοσοφικής προσέγγισης του Κόσμου, επιπρόσθετα στον κυρίαρχο για τον «δυτικό άνθρωπο» Χριστιανισμό απουσιάζει παντελώς το σημαντικό εκείνο στοιχείο του θαυμασμού για τον Κόσμο, στοιχείο που διατρέχει από τη μία άκρη έως την άλλη την Ελληνική σκέψη και θέαση, ωθώντας τη να καταπιαστεί με και να αναδείξει την Φιλοσοφία. Για τον συνειδητό χριστιανό, ο Κόσμος δεν είναι παρά ένα άψυχο κτίσμα, δημιουργημένο από τον υστερόβουλο «Θεό» Ιαχωβά, και ως αντιμετώπιση του, στην βέλτιστη και «πνευματικότερη» των περιπτώσεων η οποία και απέχει βεβαίως από το να χαρακτηριστεί και η λογικότερη, διδάσκεται το ότι πρέπει αυτό το κτίσμα να μείνει ποιοτικά αναλλοίωτο και ανέγγιχτο, όπως τον παρέδωσε ο Ιαχωβάς στον άνθρωπο «του».

Στον εντός της χριστιανικής οπτικής αντίποδα αυτής της «λογικής», υπάρχει η πλήρης αντιστροφή «της εντολής του ανέγγιχτου Κόσμου», η οποία περιφρονεί τον τελευταίο και τον υποβιβάζει σε αναλώσιμο των πιστών.

Είναι βεβαίως πασίδηλο ποια αντιμετώπιση της Φύσης έχει επιλέξει ο σημερινός δομημένος από το Μονοθεϊσμό αυτοτιμώμενος και αυτοεπιβεβαιούμενος «πολιτισμός». Οι μονοθεϊστικές ή εξ αποκαλύψεως Θρησκείες, υποτίθεται ότι «φανέρωσαν» στους πιστούς τους τον «δημιουργό» μέσω των αποκαλυφθέντων «Ιερών Λόγων». Κατ’ αυτές, τίποτε πλέον δεν μένει ανεξήγητο ή «προς εξήγησιν» από τον ανθρώπινο στοχασμό, και όλα μπορούν να «εξηγηθούν πλήρως» με βάση τις… «Γραφές». Ο οξυδερκής παρατηρητής θα έχει προσέξει ότι ακόμα και σήμερα όλοι οι παπάδες προσπαθούν απεγνωσμένα -διότι η εποχή εμφανώς τούς ξεπερνάει- να ερμηνεύσουν το σήμερα με τα κακόγουστα και παραληρηματικά κείμενα των «Γραφών» της Θρησκείας τους, που γράφονταν και ξαναγράφονταν μέχρι τον 3ο μ.α.χ.χ. αιώνα τουλάχιστον.

Οι παπάδες που προσκαλούνται στα τηλεοπτικά παράθυρα και στις «αντικειμενικές» συζητήσεις, χρησιμοποιούν αυτιστικά τα βαρετά τσιτάτα της «Βίβλου» είτε ως φυσική τάχα «αντικειμενικότητα», είτε παραβολικά. Στην περίπτωση δε που τα δεχθούμε ως παραβολές, τότε όχι μόνο περνά η κάμηλος από το μάτι της βελόνας αλλά ολόκληρος δεινόσαυρος, διότι η παραβολή μπορεί να ερμηνεύσει δια μέσου της το ο,τιδήποτε, και μόνο για θεόσταλτη αλήθεια δεν μπορεί να λογίζεται. Όλα πλέον «ερμηνεύονται» με την «αποκαλυφθείσα» «αλήθεια» του Ιαχωβά και του Υιού του μέσω των «Γραφών» και όχι από λογική αναζήτηση έξω από αυτές. ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ. Κι όταν ερευνάς να ερευνάς μόνο τις «Γραφές» ΕΡΕΥΝΑΤΕ ΤΑΣ ΓΡΑΦΑΣ. Είναι πασιφανές ότι απουσιάζει πλήρως από τον συνειδητό χριστιανό η ορμή για πραγματική αναζήτηση και έρευνα του Κόσμου, διότι αφενός δεν μπορεί να υπάρχει… «δεύτερη αλήθεια» ή άλλο δημιουργικό αίτιο, και αφετέρου «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».

Το τραγικό είναι ότι η κάθε πλευρά του Μονοθεϊσμού κρατά για τον εαυτό της τη μοναδικότητα της «Αλήθειας», θεωρώντας ότι η τελευταία έχει δοθεί μόνο σ΄ αυτή την συγκεκριμένη πλευρά από τον ίδιο τον Ιεχωβά (ή μέσω του Υιού ή του Προφήτη του). Αυτή η ψευδαίσθηση έχει τη ρίζα της στη μήτρα καταγωγής του πολυδογματικού Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού, δηλαδή στην Ιουδαϊκή Παράδοση, όπως αυτή κατασκευάσθηκε από το ιερατείο των Εβραίων μετά την Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία (βλ. σχετικά τις αποκαλύψεις του Ισραηλινού αρχαιολόγου Χέρτζογκ σε προηγούμενο τεύχος μας) που θέλει την ΦΥΛΗ (την καθοριζόμενη με αιματολογικά μόνον κριτήρια !!) του Ισραήλ περιούσιο έθνος του Ιαχωβά. Είναι φυσικό λοιπόν, όλες οι υπόλοιπες πλευρές του μονοθεϊστικού μονολόγου απέναντι στο Θείο να έχουν τις ίδιες ψευδαισθήσεις για τον εαυτό τους, κατατάσσοντας αυτιστικά ΟΛΕΣ τις υπόλοιπες αδελφές τους πλευρές στις… «αιρέσεις», όρο που στη γλώσσα της μονοθεϊστικής ψυχοπαθολογίας σημαίνει «παραπλανημένη κακοδοξία».

Οι δε φυσικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των Εθνών, θεωρούνται από τους ψυχοπαθολογικούς μονοθεϊστικούς εγκεφάλους σαν… «σατανικές διαβολές» οι οποίες έχουν τάχα γίνει δεκτές από τους «κτηνανθρώπους» (γκοϊ, γκογίμ) επειδή τάχα τα Έθνη δεν είχαν γνωρίσει την αποκάλυψη του Ιαχωβά ή το «χάρισμα του χριστιανικού βαπτίσματος» (προσφάτως δε, ο Ιωαννίνων Θεόκλητος μας ενημέρωσε ότι τα Έθνη δεν είναι παρά… «μεταπτωτική παραχώρηση» του Θεού προς την ανθρωπότητα !!!! «…η έννοια των Εθνών είναι μεταπτωτική παραχώρηση του Θεού στον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται όταν τους εντάξει ο Θεός να έχουν εθνικότητα. Η Eκκλησία δεν μπορεί να ακολουθεί αυτό το δρόμο. Ο Απόστολος Παύλος αρνήθηκε τη συναγωγή για να δεχθεί το χριστιανισμό»).

Είναι γνωστός ο τρόπος «κατήχησης» που επαναφέρει τους πλανημένους στο δρόμο του Ιησού Χριστού ή του Αλλάχ: ξίφος, φωτιά, εκδορά, ανασκολοπισμός, και λοιπό και λοιπά για να μην απαριθμήσουμε εδώ όλη την απίθανη μονοθεϊστική ευρηματικότητα στους τρόπους βασανισμού ανθρώπων. Η μονοθεϊστική αλλοφροσύνη γύρισε το ανθρώπινο πνεύμα χιλιετίες πίσω, νομίζοντας βλακωδώς και με έπαρση ότι δεν υπάρχει τίποτε από τον Κόσμο που να έχει απομείνει για να εξηγήσει το ανθρώπινο μυαλό, γιατί αυτός, ως… «κτίσμα», έχει φτιαχτεί με… σοφία, η οποία έχει αποκαλυφθεί στα… «Ιερά» κείμενα, έτσι η ορμή για έρευνα, και κατά συνέπεια για πρόοδο, φυλακίστηκε μέσα στις γραμμές των «Ιερών» βιβλίων του μονοθεϊσμού στο «Τορά», στη «Βίβλο» ή στο «Κοράνι»: Ο σίγουρος δρόμος για τη… «Βασιλεία των Ουρανών» !!!

Οι χριστιανικοί κανόνες που πρέπει ν΄ ακολουθεί κάποιος κατά τη διάρκεια του βίου του για ν΄ ανταμειφθεί μετά θάνατον, η τήρησή τους ή η παράβλεψή τους, αυτοί είναι που μονοπωλούν το ενδιαφέρον του Ιαχωβά που κάθεται στον εξωκοσμικό του θρόνο και κρατά σημειώσεις για να μπορέσει να θυμηθεί τον καθένα ξεχωριστά την ώρα της κρίσης. Οι κανόνες αυτοί, εμπνευσμένοι από μυαλά που δείχνουν να έχουν την χριστιανική δεισιδαιμονία της ψυχοπαθολογίας ως χρόνιο ναρκωτικό της λογικής και των ενστίκτων, ακόμα κι αν ακολουθηθούν έστω και σε μικρό βαθμό, και όχι τόσο επίμονα όσο εκβιάζει η Εκκλησία, οδηγούν στη δημιουργία νευρωτικών και ψυχοεξαρτώμενων χαρακτήρων.Ιδιοφυείς ψυχοτρομοκράτες αυτοί που τους εφηύραν. Όλη αυτή παθολογία που επακολουθεί της παραδοχής των χριστιανικών κανόνων, αθροίζεται σε ΑΠΟΛΥΤΟ μίσος ενάντια στον Φυσικό Κόσμο. Είναι αυτή η «άψυχη» Φύση, η, για τους χριστιανούς, γεμάτη… πειρασμούς και… αμαρτήματα που στερεί από τους «ομολογήσαντες το βάπτισμα» κάποιο ομορφότερο και καλύτερο πεπρωμένο, εκείνο του… Παραδείσου, το οποίο όμως μπορούν ν’ απολαύσουν ΜΟΝΟ μετά τον φυσικό τους θάνατο. Για να γίνει σίγουρη όμως η περίφημη είσοδος στον Παράδεισο, θα πρέπει ν΄ ακολουθούνται δια βίου ΟΛΕΣ οι αρνησίζωες, ταπεινωτικές και αντιφυσικές υποδείξεις, ΟΛΕΣ οι γεμάτες στερήσεις εντολές, του Ιαχωβά, του Υιού του και των παπάδων του, οι οποίες τελικά οδηγούν στο γενικευμένο μίσος για ο, τιδήποτε το Κατά Φύσιν, για ο, τιδήποτε το φυσιολογικό. Αυτό, με τη σειρά του σπρώχνει τον δούλο του Ιαχωβά ακόμη πιο βαθιά μέσα στην ενοχή, με το ανόητο σκεπτικό ότι ο Ιαχωβάς, παρεμβαίνοντας τάχα, του στέλνει επίσης και διάφορες… «δοκιμασίες» για την πίστη του. Ο φαύλος κύκλος του παραλόγου, που δεν έχει τέλος στις παρανοημένες διάνοιες. Ο σίγουρος δρόμος για τη βασιλεία των ουρανών: «μακάριοι οι πτωχοί τωι πνεύματι» δεν είπανε;

Αντίθετα από όλες αυτές τις διεστραμμένες εμμονές, ο Ελληνικός Τρόπος και Αντίληψη στέκουν από την πλευρά της Ελευθερίας, της Λογικότητας και της Αξιοπρέπειας. Οι Έλληνες Θεοί δεν ασχολούνται με τις ανθρώπινες χαρακτηροδομές, ανασφάλειες, ή μικροϋποθέσεις (και εδώ έχει δίκιο ο Επίκουρος), το μοναδικό ζητούμενο που θέτει στους ανθρώπους η Εθνική μας, απολύτως καταφάσκουσα τη ζωή, Θρησκεία, είναι να μετέχουν ΤΙΜΙΩΣ στο κοσμικό γίγνεσθαι, ζώντας σύμφωνα με την εσωτερική και την περιβάλλουσα Φύση. Εκεί είναι που οδηγούν οι Φιλοσοφικές Σχολές μας, δηλαδή στην κατανόηση του τρόπου που θα γίνει αυτό και στην εφαρμογή των φιλοσοφικών λόγων στην καθημερινή πράξη. Η Ελληνική Φιλοσοφική Σκέψη δεν έγινε ποτέ αντιφυσική, διότι μοιράζεται και μετέχει της έγκυρης σύλληψης του Κόσμου, που τον θέλει αυτοδημιούργητο και αυτογέννητο, με τους Θεούς να μετέχουν σε αυτόν ως ενσυνείδητες δυνάμεις που τον συγκροτούν και τον συγκρατούν σε συνάφεια και λειτουργία. Δεν ασχολούνται οι Θεοί μας με τις λεπτομέρειες της ζωής του καθενός και επίσης η ύπαρξή τους δεν εξαρτάται από το αν πιστεύουν σε αυτούς οι άνθρωποι ή όχι, ούτε και χρειάζονται τα παλαβά θαύματα για να πιστοποιήσουν την ύπαρξη τους. Άλλωστε, η πραγματική σφαίρα των Θεών, ο Όλυμπος, γίνεται επαρκώς αντιληπτή μέσω της νόησης και του Ορθού Λόγου, δύο χαρακτηριστικών που έχουν δωθεί από τους πρώτους στους ανθρώπους, ακριβώς για να επικοινωνούν με τους Θεούς, και να εξηγούν λογικά τον Κόσμο.

Αν και οι Θεοί δεν ενδιαφέρονται για το τι πράττουν ή τι δεν πράττουν οι ανθρώπινες ατομικότητες, εν τούτοις, ως δυνάμεις οι οποίες μετέχουν στο ΕΙΝΑΙ, αντιλαμβάνονται τον Κόσμο και τ΄ ανθρώπινα ως συγκροτημένη συλλογικότητα, στο μέτρο που αυτή η συλλογικότητα διαφυλάττει και ενισχύει ή διαταράσσει την Κοσμική Τάξη (και εδώ έχουν δίκιο οι Στωϊκοί). Οι Θεοί, επεμβαίνουν ως αυτορρυθμιστική ενέργεια του ΕΙΝΑΙ, για να συνεχίσει να υπάρχει και να κινείται ο Κόσμος, και όχι για να διορθώσουν τυχόν «άπρεπες» -κατά τα διαφορετικά, ούτως ή άλλως, ανά τους αιώνες ισχύοντα- ανθρώπινες συμπεριφορές (και εδώ ας κάνει μια αναγωγή ο αναγνώστης για το τι είδους κοινωνία ΔΥΝΑΤΑΙ να μορφώσει ο Μονοθεϊσμός και τι είδους ο πολυαρχικός Πολυθεϊσμός στο πεδίο της ελευθερίας του ανθρώπου, όταν η θέση του Θεού στον μονοθεϊσμό είναι για να «ρουφιανεύει» τ΄ ανθρώπινα, ενώ η θέση των πραγματικών Θεών στον Πολυθεϊσμό είναι απλώς για να συνεχίσει ο Κόσμος να ΕΙΝΑΙ).

Η «έγνοια» των Θεών για τον Κόσμο συμβαίνει ως οντολογική ανάδυση μέσα από τη σφαίρα του Θείου, και όχι κάπου μακριά και διάφορα αυτού, με σαφή προσανατολισμό και κίνηση προς τ΄ ανθρώπινα. Αυτό που οι Στωϊκοί απεκάλεσαν : «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΤΟΝΟ» αφορά την Ενεργητική Αρχή, η οποία συνέχει τα όντα μεταξύ τους, οικονομώντας την Τάξη στο Χώρο και τον Ρυθμό στη Μεταβολή. Ο ΤΟΝΟΣ αμύνεται στη διαλυτική ροπή του Κόσμου, στην Εντροπία του Σύμπαντος, η οποία, αν κυριαρχήσει, οδηγεί στο Χάος και τη διάλυση. Ωστόσο, οι Θεοί αντιλαμβάνονται, ή, ορθώτερα, θέλουν και αντιλαμβάνονται, τις Πράξεις και τον Λόγο μεμονωμένων θνητών υπάρξεων στις περιπτώσεις της Ιεροπραξίας της Ηρωϊκής Πόρευσης και της Φιλοσοφίας.

Όταν τελετουργεί ένας θνητός γίνεται αντιληπτός στους Θεούς, μέσω του λόγου που απευθύνει προς αυτούς. Ο Ορθός Λόγος, όπως προείπαμε, έχει δοθεί από τους Θεούς στον άνθρωπο για να μπορεί ν΄ αναλύει και να ερμηνεύει τον Κόσμο, και για να επικοινωνεί μαζί τους. Στις Εθνικές Ιεροπραξίες (στις ιεροπραξίες εκείνες που απευθύνονται σε υπαρκτές θείες οντότητες και όχι σε σκεπτομορφές όπως συμβαίνει στον Μονοθεϊσμό) οι Θεοί ανταποδίδουν προς τον θνητό, όχι όμως γιατί ενδιαφέρονται να ικανοποιήσουν τ΄ ανθρώπινα… ρουσφέτια, αλλά διότι οι «προς αυτούς ευχές» είναι διατυπωμένες με το ομοούσιο εκείνο κομμάτι του Θείου που κατέχουν οι θνητοί, με τον Λόγο. Συντονίζεται η ανθρώπινη διάνοια με την συμπαντική, αποκτώντας παραπλήσιο ρυθμό και δόνηση και «αντλεί» από αυτή. Αυτό ανταποδίδουν οι Θεοί, Λόγο, Ορθό Λόγο. Από εκει και πέρα, μέχρι ποίου σημείου γίνεται ο τελευταίος προσλήψιμος, και πώς αυτός χρησιμοποιείται από τους θνητούς, εξαρτάται από την ποιότητα του καθενός.Η δυνατότητα που ανοίγεται στον θνητό να περπατήσει σε ετούτη την γη με το βήμα και το ρυθμό του Ήρωα είναι ένα ακόμη χαρακτηριστικό της φυλής των ανθρώπων, το οποίο τους αποκόβει από το ζωώδες και τους οδηγεί προς τη σφαίρα των Θεών. Με συνεχή, επίμονη και επίπονη προσπάθεια, πορεύεται ο θνητός μέσα στο ηρωϊκό «σκέπτεσθαι» και «πράττειν» με πράξεις Αθανατισμού, κάτι που συμπαρασύρει προς τα επάνω και τους ομοίους του, γινόμενος το άριστο παράδειγμα και ο οδηγητής.

Ο Ήρως, σε περιόδους ειρήνης κάνει «άθλους» όταν ξεπερνά τα θνητά μέτρα, και σε περιόδους συγκρούσεων μάχεται με γενναιότητα για το «κλέος» και τις ΙΔΕΕΣ που του επέτρεψαν ν΄ ανυψωθεί στα ηρωϊκά επίπεδα, στις ίδιες ΙΔΕΕΣ που καθιστούν όλους τους ομοίους του εν δυνάμει στο ίδιο επίπεδο με αυτόν. Θα συναντήσουμε και εδώ τη συνεχή επαφή του Ήρωα με τον κόσμο των Αθανάτων, να τον τροφοδοτούν διαρκώς με οξύνοια και λογικότητα. Χωρίς τη λογική συγκρότηση, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, χωρίς την πρόνοια, η γενναιότητα του Ήρωα μετατρέπεται σε αυτοκαταστροφική. Παρόμοια, σε μια ανάλογη πορεία, ο οπλίτης που μετείχε στη φάλαγγα, άνοιγε δίοδο επικοινωνίας με τους Θεούς, τραγουδώντας λίγο πριν τη μάχη τον «παιάνα», ενώ κατά τη διάρκειά της προσπαθούσε να φανεί γενναίος στα υψηλά επίπεδα εκείνων, «κρατώντας την θέση». Η οργή και η ορμή του πολεμιστή μετατρέπονταν, λόγω της αυστηρά συγκροτημένης εκπαίδευσής του, σε στρατηγική κίνηση και αποφασιστικότητα που έκανε τη φάλαγγα να μάχεται σαν ένα σώμα προέκταση των Αθανάτων, και τελικά επέφερε την σαρωτική ήττα και τον πανικό στους αντιπάλους. Αυτή είναι η αιτία, συν την αποδοχή κανόνων στη διεξαγωγή του πολέμου από τους αντιμέτωπους, που οι Έλληνες θεωρούσαν ότι η διεξαγωγή του πολέμου είχε φύση ημιθρησκευτική.

Έτσι λοιπόν μπορούμε ν΄ απαντήσουμε στο ερώτημα που έθεσε ο Διογένης από τα Οινόανδα, στον πολύ προγενέστερό του βεβαίως, Εμπεδοκλή: « (Ο Εμπεδοκλής ) λέει πως οι ψυχές μεταβαίνουν από σώμα σε σώμα μετά από κάθε θάνατο και ότι αυτό συμβαίνει επ’ άπειρο, λες και δεν θα μπορούσε κανείς να του πει: « Εμπεδοκλή, αν μπορούν οι ψυχές να επιβιώνουν ασώματες, χωρίς να (χρειάζεται να) τις χώνεις μέσα σ΄ ένα ζωντανό πλάσμα και για το λόγο αυτό να τις μεταβάλεις, τι τη θέλεις τη μετάβαση από το ένα σώμα στο άλλο; Ώσπου να μεταβούν αυτές και να περάσουν μες στη φύση κάποιου άλλου ζωντανού πλάσματος, έχουν να πάθουν φοβερή ταραχή. Αν πάλι οι ψυχές δεν μπορούν με τίποτα να επιβιώσουν δίχως ένα σώμα, τότε τι παιδεύεσαι και τις παιδεύεις κι αυτές ακόμα περισσότερο, τραβολογώντας και κουβαλώντας τες από το ένα ζώο στο άλλο;» (Διογένης Οινοανδέας Εκδόσεις Θύραθεν).

Η αναπνοή στο νεογέννητο δεν συμβαίνει για να ποιήσει τον άνθρωπο δούλο της σωματικότητας, όπως ίσως θα ήθελε ο επικούρειος Διογένης, για να βρίσκει προφανώς οπαδούς η Φιλοσοφική Σχολή στην οποία ανήκε. Η ενσωμάτωση της ψυχής στους ανθρώπους γίνεται για να τους χαριστεί ο ΛΟΓΟΣ και να τον χρησιμοποιούν κατά τα πρέποντα σε άνθρωπο, που θα υψωθεί ως ενσυνείδητη στο όλο της οντότητα, στην ένωσή του με τους Θεούς. «Να ζήσεις σύμφωνα με τη φύση σου. Και η φύση σου άνθρωπε...» θα μπορούσε ν΄ απαντήσει ο Εμπεδοκλής, αν ζούσε την εποχή του Διογένους, «...δεν σε έκανε μόνο για να γεμίζεις και ν΄ αδειάζεις το στομάχι σου, ούτε ν΄ αδειάζεις το σπέρμα σου, ούτε καν να μαζεύεις μικρά τυπωμένα χαρτάκια στερούμενα οποιασδήποτε αξίας. Η φύση σ΄ εποίησε ώστε να μην ομοιάζεις με τα υπόλοιπα κτήνη του ζωϊκού βασιλείου, σ΄ έκανε να ξεχωρίζεις απ΄ αυτά και σου έδωσε Ορθό Λόγο, χρησιμοποίησέ τον λοιπόν κατά τα πρέποντα σε άνθρωπο που θέλει να ομοιάζει σε Θεούς και όχι προς τα ζώα».

Η Ιεροπραξία, ως η διαρκής επικοινωνία με τους Θεούς, το Ηρωικό Έθος, ως το όχημα του σώματος, η διάθεση της σωματικότητας και το ξεπέρασμά της μέσω της εκλογίκευσης των άλογων κινήσεων της ψυχής, που πλέον δεν μπορούν να στερήσουν τις δάφνες του θριάμβου από τη γενναιότητα, μαζί με τη Φιλοσοφία, ως τη διαλεκτική ενασχόληση της ψυχής με τον τόπο καταγωγής της, αυτά τα τρία σημεία αναφοράς μπορούν να ειδωθούν ως μια σύμπλεξη κορύφωσης στο πέρας της οποίας αναμένει το χρίσμα της εν Θεοίς Ελευθερίας, της ολοκληρώσεως. Αυτός που κατάφερε να εκλογικεύσει τις άλογες κινήσεις της ψυχής του, καθίσταται κύριος του εαυτού του, ελεύθερος και αήττητος στον εσωτερικό του Κόσμο. Παραμένει προσηλωμένος στην αταραξία του ή οποία δεν εκπίπτει σε απάθεια και παραίτηση διότι την συγκροτεί η Αρετή, βέβαιος ότι ουδείς δύναται να τον βλάψει.Ο γενναίος στη μάχη είναι ο δίκαιος στην ειρήνη, ο ατάραχος στον εσωτερικό του Κόσμο, είναι ο ανυποχώρητος στα κοινωνικά προτάγματα και τις αρχές του. Βγαίνει με την όψη του όντος, στην κοινωνική αρένα, και στέκεται αυτοδύναμα στα δικά του σταθερά πατήματα, παραμένει ανυποχώρητος στα αιτήματά του, και γνωρίζει ότι είτε θα πραγματωθούν είτε θα χαθεί και ο ίδιος μαζί τους. Το ξίφος της διεκδίκησης, είτε κόβει, είτε σπάει, δεν λυγίζει ούτε «μπουκώνει», γιατί τότε φτιάχνει κοινωνία χαύνα, αλλήθωρη και κουτσοπόδα.

Η Ελληνική Φιλοσοφία κατανόησε την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και κίνησε ν΄ αλαφρώσει το βάρος της μπροστά στην κοινή μοίρα όλων των θνητών. Η κοινή καταγωγή των όντων έμελλε στα χέρια της Φιλοσοφίας να τα οδηγήσει στην κοινή τους κατάληξη, στην επιστροφή τους στον ΛΟΓΟ. Χωρίς έπαρση, μακριά από τις οχλαγωγίες των απαίδευτων, χωρίς να ρίχνει τις ευθύνες στους Θεούς ή στην Τύχη, ήρεμα και κυρίως γαλήνια, αποφασιστικά και συνάμα πλήρως συμφιλιωμένα με όλα αυτά που έλαχαν στη διάρκεια της σύντομης πορείας των όντων μέσα στον έναρθρο Λόγο. Η Φιλοσοφία θέλει τον άνθρωπο να πορεύεται συμφιλιωμένος με τη παγκόσμια Φύση, παραδίδοντάς της όλα εκείνα που δανείστηκε από αυτήν κατά τη διάρκεια του βίου του:

«ΕΝΕΒΗΣ, ΕΠΛΕΥΣΑΣ, ΚΑΤΑΧΘΗΣ, ΕΚΒΗΘΙ»

θα μονολογήσει με στωϊκότητα ο Μάρκος Αυρήλιος και μαζί μ΄ αυτές τις τέσσαρες λέξεις θα κουβαλήσει το άχθος της τραγικής ύπαρξης από το πεδίο του φόβου στο πεδίο της Φιλοσοφίας. Το άχθος αυτό όμως είναι φορτίο αβάσταχτο για τους πλανεμένους στη σκοτεινή δεισιδαιμονία του Ναζωραίου, πελώριο όσο και τα παράλογα αμαρτήματα που τους έχουν πείσει ότι πρέπει να κουβαλούν («Ο ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΝ ΛΙΘΟ ΒΑΛΕΤΩ», δεν είπανε οι συγγραφείς της Νέας Διαθήκης τους;). Ας πιάσουμε λοιπόν πρώτοι τον λίθο από κάτω και ας τον εκσφενδονίσουμε με δύναμη ενάντια σ΄ αυτούς που κατάντησαν τη ζωή ένα σμάρι ενοχών και παραλογισμού, και ας φροντίσουμε να μην αστοχήσουμε. Να μη μας ξεφύγει ο Ναζωραίος που κρύβεται μέσα μας.«ΕΝΕΒΗΣ, ΕΠΛΕΥΣΑΣ, ΚΑΤΑΧΘΗΣ, ΕΚΒΗΘΙ»έγραφε ο Μάρκος Αυρήλιος με ρίγος θανάτου που ωστόσο άφηνε αρυτίδωτη τη θάλασσα της εσωτερικής του γαλήνης. Ας πιάσουμε όπως και εκείνος το Μίτο στην απώτατη απαρχή του, από κείνη τη σιαγόνα ύαινας, την τελετουργικά τοποθετημένη επάνω στον προαιώνιο βωμό στο σπήλαιο των Πετραλώνων, ένα προ 500.000 ετών σημάδι φόβου και απότομης επίγνωσης θανάτου, και ας τον ξετυλίξουμέ μέχρι την έσχατη πνοή του πολιτισμένου κόσμου, με τις ίδιες τέσσαρες εκείνες λέξεις. Ας τον χαιρετήσουμε σε νύχτα αφέγγαρη, καθώς αφήσει ατάραχη την γαληνεμένη του θάλασσα ν΄ αστραποβολά το καθρέπτισμα των άστρων και να στέλνει το φως το δικό του και της Φιλοσοφίας στα πέραντα του Σύμπαντος. Όντως, ΤΑ ΔΕ ΠΑΝΤΑ ΟΙΑΚΙΖΕΙ ΚΕΡΑΥΝΟΣ.

Τις λέξεις έβαλε σε διάταξη ο Κώστας Κεχαγιάς

(πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Διιπετές")