Η μοίρα θέλησε να γεννηθώ «πολίτης» (στην ουσία «υπήκοος», υπακούων) ενός κράτους που μοιάζει να κατανόησε μέσες – άκρες τι περίπου είναι η Δημοκρατία μόλις πριν από 2 – 3 δεκαετίες, ενός κράτους που ποτέ του δεν γνώρισε Διαφωτισμό και ποτέ του δεν γνώρισε την πραγματική Παιδεία. Η πολιτειακή, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αυτού του κράτους ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να γέρνει σε ένδειξη υποταγής τον αυχένα μπροστά σε χρυσοστόλιστες φιγούρες αλαζονικών θεοκρατών, θρησκόληπτοι υπουργοί και βουλευτές καταθέτουν την υποτιθέμενη «βούλησή» τους σε ιδιόρρυθμους και ανέραστους «πνευματικούς», ενώ ένα τεράστιο ποσοστό του πλούτου της πατρίδας μου εξακολουθεί να κατέχεται παράνομα από τους θεοκράτες, προϊόν καταπατήσεων και απροκάλυπτης συνεργασίας με παλαιούς κατακτητές, δίχως κανείς πολιτικός να τολμά να κάνει νύξη έστω για την (κανονικά αυτονόητη) δήμευσή του.
Μου επεφύλαξε επίσης η μοίρα την δυσάρεστη εμπειρία να αποτελώ ακούσιο μέλος μίας θεοκρατικής κοινωνίας, ξέχειλης από φανατισμό, δεισιδαιμονία και καθυστέρηση, μίας φοβικής, υποκριτικής και εσωστρεφούς κοινωνίας που έχει κουρδιστεί να μισεί κάθε διαφορετικότητα και φυσικά δεν εγείρει την ελάχιστη έστω ένσταση σε εκείνους (και δεν είναι και λίγοι!) που προπαγανδίζουν ανοικτά την επιστροφή στην σκοτεινή εποχή της βυζαντινής σηπεδόνας. Δούλοι της άγνοιας και της θεοφοβίας, οι περισσότεροι Νεοέλληνες, όλων μάλιστα των πολιτικών αποχρώσεων, όχι απλώς ανέχονται αλλά και υποστηρίζουν κι από πάνω εκείνους, των οποίων η επί αιώνες επίσημη πολιτική θέση ήταν (και κρυφίως εξακολουθεί να είναι!) το ότι δήθεν η Δημοκρατία αποτελεί… «civitas diaboli» («πολίτευμα του Διαβόλου»).
Η ίδια μοίρα ωστόσο με προίκισε με την διάθεση για αντίσταση ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Η τύχη να συμπέσει η βιολογική ενηλικίωσή μου με τα τελευταία χρόνια της συναρπαστικής και «όλως ενηλικιωτικής» δεκαετίας του 70, μου επέτρεψε να αγωνιστώ από πολύ νωρίς ενάντια στα παραπάνω, αλλά και να μπορέσω αργότερα να αποκτήσω αρκετά ευρεία και ολιστική ματιά, ώστε να εντάξω σε αυτόν τον αγώνα πράγματα που αρχικά έμοιαζαν (αλλά καθόλου μα καθόλου δεν ήσαν!) ξένα μεταξύ τους.
Από το 1990 δηλώνω Έλληνας στην κοσμοαντίληψη και το έθος ή «Έλληνας Εθνικός», αν και κανονικά θα αρκούσε ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει αυτά που είναι να δηλωθούν, εάν δεν είχε ατυχήσει ο όρος να εκπέσει σε υπηκοότητα ενός κράτους που έχει επιλέξει καπηλευτικά να αυταποκαλείται «Ελληνικό». Τιμώ έμπρακτα τα όσα τιμούσαν οι πρόγονοί μου πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, ακολουθώ το αξιακό τους σύστημα και υπηρετώ τις πολιτικές αρετές που εκείνοι ανέδειξαν, με πρώτη όλων την Δικαιοσύνη.
Εν περιλήψει, δέχομαι τον Κόσμο («στολίδι» κατά τους προγόνους μου) ως την μία, αιώνια, άκτιστη και αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα, που δεν την δημιούργησε κανένα εξωτερικό της αίτιο (πόσο μάλλον… πρόσωπο - Θεός).
Δέχομαι τους Θεούς ως εσωκόσμιες και μη προσωπικές ταξιθετικές οντότητες, δέχομαι την υποχρεωτική πολυμορφία και πλήθυνση, με λίγα λόγια την Δημοκρατία στους Ουρανούς, καθώς και τον Ορθό Λόγο ως βασικό συστατικό της Ουσίας του σύμπαντος.
Δέχομαι την ύπαρξη εκείνου που μπορεί να λεχθεί «Κακό» μόνο «κατά παρακολούθηση» του Αγαθού και ποτέ αυτόνομα, δεν αναγνωρίζω δυϊστικές υποτιθέμενες αντιμαχίες «καλών θεών» και «διαβόλων», δεν αποδέχομαι κανενός είδους δαιμονοποίηση της γνώσης, της ελευθερίας ή του ερωτισμού.
Δέχομαι τον άνθρωπο ως ένα έλλογο και πολιτικό ον, ικανό για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο αναλόγως του βαθμού Αρετής που αυτό κατέχει και το οποίο οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με κάθε τι το ανθρώπινο και, κυρίως, με την πεποίθηση ότι δεν βαρύνεται από κανένα απολύτως κληρονομημένο «αμάρτημα».
Δέχομαι την θρησκευτική εκδήλωση όχι ως απελπισμένη κίνηση για υποτιθέμενη σωτηρία επίσης υποτιθέμενων ατομικών ψυχών, αλλά ως εκδήλωση που συνέχει την κοινότητα (την «πόλη» στην αρχαιότητα) και αποτελεί την αυτονόητη ευχαριστία των θνητών προς τους αθάνατους για το δώρο της ζωής. Την δέχομαι επίσης όχι ως διαχωρισμένη από τις λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και, φυσικά, ανεξάρτητη από αυτοδηλωμένους επαγγελματίες «εκπροσώπους» (!) του θεϊκού στοιχείου επί της γης.
Δέχομαι την πολυμορφία όχι μόνο των βιολογικών μορφών, αλλά και των μορφών κουλτούρας, πολιτισμού και, φυσικά, θρησκευτικής έκφρασης και φιλοσοφικής αναζήτησης και θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του ψυχικά υγιούς ανθρώπου τον διαρκή πόλεμο ενάντια σε ό,τι απειλεί να καταργήσει αυτή την πολυμορφία.
Τιμώ τέλος ως ιερό (δασυνόμενο, εκ του «γερόν») μόνον ό,τι καταφάσκει και ενισχύει το φαινόμενο της ζωής και κατ’ επέκταση θεωρώ ανίερη κάθε μορφή θανατολαγνείας ή λειψανολατρίας.
Τα πιο πάνω αποτελούν σήμερα κοινή πεποίθηση μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μου, που επιτέλους βρήκαν το θάρρος να την δημοσιοποιήσουν (αν και όχι δίχως κόστος), ενώ, από ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, πολλοί περισσότεροι θα βρούνε το ίδιο αυτό θάρρος στο άμεσο μέλλον. Και τότε, πάρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν σε αυτόν τον ένδοξο αλλά χιλιορημαγμένο τόπο. Τον τόπο που κάποτε εφηύρε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία, αλλά σήμερα δυναστεύεται ακόμα, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό Βυζάντιο, από τα ακριβώς αντίθετά τους.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή» και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές». Πηγή: η ιστοσελίδα του συγγραφέα)
Μου επεφύλαξε επίσης η μοίρα την δυσάρεστη εμπειρία να αποτελώ ακούσιο μέλος μίας θεοκρατικής κοινωνίας, ξέχειλης από φανατισμό, δεισιδαιμονία και καθυστέρηση, μίας φοβικής, υποκριτικής και εσωστρεφούς κοινωνίας που έχει κουρδιστεί να μισεί κάθε διαφορετικότητα και φυσικά δεν εγείρει την ελάχιστη έστω ένσταση σε εκείνους (και δεν είναι και λίγοι!) που προπαγανδίζουν ανοικτά την επιστροφή στην σκοτεινή εποχή της βυζαντινής σηπεδόνας. Δούλοι της άγνοιας και της θεοφοβίας, οι περισσότεροι Νεοέλληνες, όλων μάλιστα των πολιτικών αποχρώσεων, όχι απλώς ανέχονται αλλά και υποστηρίζουν κι από πάνω εκείνους, των οποίων η επί αιώνες επίσημη πολιτική θέση ήταν (και κρυφίως εξακολουθεί να είναι!) το ότι δήθεν η Δημοκρατία αποτελεί… «civitas diaboli» («πολίτευμα του Διαβόλου»).
Η ίδια μοίρα ωστόσο με προίκισε με την διάθεση για αντίσταση ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής και κοινωνικής ανελευθερίας και ενάντια σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Η τύχη να συμπέσει η βιολογική ενηλικίωσή μου με τα τελευταία χρόνια της συναρπαστικής και «όλως ενηλικιωτικής» δεκαετίας του 70, μου επέτρεψε να αγωνιστώ από πολύ νωρίς ενάντια στα παραπάνω, αλλά και να μπορέσω αργότερα να αποκτήσω αρκετά ευρεία και ολιστική ματιά, ώστε να εντάξω σε αυτόν τον αγώνα πράγματα που αρχικά έμοιαζαν (αλλά καθόλου μα καθόλου δεν ήσαν!) ξένα μεταξύ τους.
Από το 1990 δηλώνω Έλληνας στην κοσμοαντίληψη και το έθος ή «Έλληνας Εθνικός», αν και κανονικά θα αρκούσε ο όρος «Έλληνας» για να δηλώσει αυτά που είναι να δηλωθούν, εάν δεν είχε ατυχήσει ο όρος να εκπέσει σε υπηκοότητα ενός κράτους που έχει επιλέξει καπηλευτικά να αυταποκαλείται «Ελληνικό». Τιμώ έμπρακτα τα όσα τιμούσαν οι πρόγονοί μου πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού, ακολουθώ το αξιακό τους σύστημα και υπηρετώ τις πολιτικές αρετές που εκείνοι ανέδειξαν, με πρώτη όλων την Δικαιοσύνη.
Εν περιλήψει, δέχομαι τον Κόσμο («στολίδι» κατά τους προγόνους μου) ως την μία, αιώνια, άκτιστη και αυτοθεσμιζόμενη πραγματικότητα, που δεν την δημιούργησε κανένα εξωτερικό της αίτιο (πόσο μάλλον… πρόσωπο - Θεός).
Δέχομαι τους Θεούς ως εσωκόσμιες και μη προσωπικές ταξιθετικές οντότητες, δέχομαι την υποχρεωτική πολυμορφία και πλήθυνση, με λίγα λόγια την Δημοκρατία στους Ουρανούς, καθώς και τον Ορθό Λόγο ως βασικό συστατικό της Ουσίας του σύμπαντος.
Δέχομαι την ύπαρξη εκείνου που μπορεί να λεχθεί «Κακό» μόνο «κατά παρακολούθηση» του Αγαθού και ποτέ αυτόνομα, δεν αναγνωρίζω δυϊστικές υποτιθέμενες αντιμαχίες «καλών θεών» και «διαβόλων», δεν αποδέχομαι κανενός είδους δαιμονοποίηση της γνώσης, της ελευθερίας ή του ερωτισμού.
Δέχομαι τον άνθρωπο ως ένα έλλογο και πολιτικό ον, ικανό για το καλύτερο όσο και για το χειρότερο αναλόγως του βαθμού Αρετής που αυτό κατέχει και το οποίο οφείλει να είναι συμφιλιωμένο με κάθε τι το ανθρώπινο και, κυρίως, με την πεποίθηση ότι δεν βαρύνεται από κανένα απολύτως κληρονομημένο «αμάρτημα».
Δέχομαι την θρησκευτική εκδήλωση όχι ως απελπισμένη κίνηση για υποτιθέμενη σωτηρία επίσης υποτιθέμενων ατομικών ψυχών, αλλά ως εκδήλωση που συνέχει την κοινότητα (την «πόλη» στην αρχαιότητα) και αποτελεί την αυτονόητη ευχαριστία των θνητών προς τους αθάνατους για το δώρο της ζωής. Την δέχομαι επίσης όχι ως διαχωρισμένη από τις λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις και, φυσικά, ανεξάρτητη από αυτοδηλωμένους επαγγελματίες «εκπροσώπους» (!) του θεϊκού στοιχείου επί της γης.
Δέχομαι την πολυμορφία όχι μόνο των βιολογικών μορφών, αλλά και των μορφών κουλτούρας, πολιτισμού και, φυσικά, θρησκευτικής έκφρασης και φιλοσοφικής αναζήτησης και θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του ψυχικά υγιούς ανθρώπου τον διαρκή πόλεμο ενάντια σε ό,τι απειλεί να καταργήσει αυτή την πολυμορφία.
Τιμώ τέλος ως ιερό (δασυνόμενο, εκ του «γερόν») μόνον ό,τι καταφάσκει και ενισχύει το φαινόμενο της ζωής και κατ’ επέκταση θεωρώ ανίερη κάθε μορφή θανατολαγνείας ή λειψανολατρίας.
Τα πιο πάνω αποτελούν σήμερα κοινή πεποίθηση μερικών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών μου, που επιτέλους βρήκαν το θάρρος να την δημοσιοποιήσουν (αν και όχι δίχως κόστος), ενώ, από ό,τι τουλάχιστον δείχνουν τα πράγματα, πολλοί περισσότεροι θα βρούνε το ίδιο αυτό θάρρος στο άμεσο μέλλον. Και τότε, πάρα πολλά πράγματα θα αλλάξουν σε αυτόν τον ένδοξο αλλά χιλιορημαγμένο τόπο. Τον τόπο που κάποτε εφηύρε τον Άνθρωπο και την Δημοκρατία, αλλά σήμερα δυναστεύεται ακόμα, όπως ακριβώς και στο σκοτεινό Βυζάντιο, από τα ακριβώς αντίθετά τους.
Βλάσης Γ. Ρασσιάς
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αυγή» και αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές». Πηγή: η ιστοσελίδα του συγγραφέα)