26 Μαΐ 2008

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΜΙΣΑΛΛΟΔΟΞΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΟΠΟΥ Ο ΟΡΟΣ «ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ» ΕΞΙΣΩΝΕΤΑΙ ΑΝΟΙΚΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ «ΔΑΙΜΟΝΟΛΑΤΡΙΑ»

Παύλος («Προς Κορινθίους»): «…αλλ ότι α θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ, ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι» (10.20)

Λακτάντιος («Institutiones Divinae»): Οι Θεοί των Εθνικών είναι «κακόβουλοι δαίμονες» (2.15-16 και 4.28)

Βασίλειος ο Καππαδόκης («Ερμηνεία εις τον Ησαϊαν»): «…παρά τοις έθνεσιν είδωλα προσκυνούμενα, τούτοις εκ του αφανούς δαίμονες τινες… παρακαθέζονται»

Αυγουστίνος («De civitate dei», ΙΧ κατά τους «Ψαλμούς Δαβίδ» 95.5): «omnes enim dii gentium daemonia» («όλοι οι θεοί των Εθνών είναι δαίμονες»)

Αθανάσιος («Προς Αντίοχον άρχοντα»): «εκ σωρών και εκ λειψάνων και εικόνων πολλάκις δαίμονες απελαύνονται»

«Θεοδοσιανός Κώδιξ» 16. 10. 23: «Paganos qui supersunt, si aliquando in execrandis daemorum sacrificiis fuerint comprehensi, quamvis capitali poena subdi debuerint, bonorum proscriptio ac exilium cohercebit» («…Οι ειδωλολάτρες θα αποτραπούν από την τέλεση των καταραμένων θυσιών στους δαίμονες με προγραφή της περιουσίας τους και ισόβια εξορία, παρόλο που κανονικά αυτοί θα έπρεπε να θανατώνονται»).

19 Μαΐ 2008

Ο ΕΣΤΕΜΜΕΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ

Για τον Ελληνικής Παιδείας αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης του Βοσπόρου, Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό, δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν αρκετά που να ανταποκρίνονται στο μέγεθος της προσωπικότητος αυτού του ανθρώπου, ο οποίος κατόρθωσε να απειλήσει την επί των ημερών του συστηματική αποσύνθεση του ανθρωπίνου πολιτισμού με το Ακατόρθωτο της αναστροφής των καιρών (και δεν είναι τυχαίο το ότι το νέο της δολοφονίας του έκανε ακόμη και τον αρνησίζωο και αγέλαστο «Άγιο» Σάββα της Συρίας να χαμογελάσει).

Αυτός ο φωτισμένος άνθρωπος που η Ιστορία-προπαγάνδα των έκτοτε κρατούντων τον έλουσε με τα πιο άθλια επίθετα (Ειδωλιανός, Αδωναίος, Καυσίταυρος, Αποστάτης, Πισαίος, Παραβάτης, κ.ά.) σηματοδοτεί για την διαχρονικότητα του Ελληνισμού, τον ισχυρό κρίκο της συνδέσεως του υπόδουλου Έθνους μας (υπό τους χριστιανούς Ρωμαίους, τους κατ’ευφημισμόν λεγομένους «Βυζαντινούς» και μετά υπό τους Οθωμανούς και Νεοβυζαντινούς θεοκράτες) με το ελεύθερο και φωτοδοτικό εθνικό παρελθόν και αποτελεί το πρότυπο για τους επόμενους κρίκους (λ.χ. Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων) εκείνης της μακράς αλύσεως που φθάνει έως των ημερών μας.

Στο ευρύτερο σημερινό αίτημα για επανελλήνιση και πνευματική απελευθέρωση του Έθνους μας, συμπεριλαμβάνεται και η ηθική αποκατάστασή του και στη συνέχεια απόδοση τιμών προς τον Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό. Έως εκείνη την ευτυχή ημέρα που θα ξαναελέγχουν οι Έλληνες τον τόπο τους, οφείλουμε απλώς, στο όνομα της ιστορικότητος, να καταγγείλουμε τα πιο βασικά ψεύδη των κρατούντων κατά αυτού του υπέροχου και ευγενούς ανδρός, ότι δηλαδή δεν κατεδίωξε τους χριστιανούς, αλλά αντιθέτως, με προτροπή του φιλοσόφου Σαλλούστιου, εθεσμοθέτησε την απόλυτη ανεξιθρησκεία.

Ότι δεν είναι παρά μία ακόμη άθλια αντιστροφή της αληθείας ο ισχυρισμός του Θεοδωρήτου και του Σωκράτους ότι.. απαγόρευσε τάχα στα παιδιά των χριστιανών να μελετούν τους Έλληνες συγγραφείς, αφού ο ίδιος ο Ιουλιανός –ο οποίος στη Νέα Ρώμη ίδρυσε μάλιστα βιβλιοθήκη 120.000 τόμων- διακηρύσσει το ακριβώς αντίθετο στα κείμενά του: "Δεν απαγορεύω την είσοδο στα σχολεία στους νέους που θέλουν να πηγαίνουν σε αυτά. Πραγματικά, δεν θα ήταν ούτε φυσικό, ούτε λογικό να κλείνουμε τον καλό δρόμο σε παιδιά που δεν ξέρουν ακόμη ποιόν δρόμο ν' ακολουθήσουν. Πρέπει να διαφωτίζουμε τους ανθρώπους που παραλογίζονται, όχι να τους τιμωρούμε" (δική μου η έμφαση).

Ότι τον μετέπειτα δαιμονόφοβο αυτοκράτορα και θηριώδη διώκτη των Ελλήνων Βαλεντινιανό Α, όχι μόνο δεν τον τιμώρησε όταν αυτός μπροστά του αρνήθηκε με περιφρόνηση να τιμήσει τους Έλληνες Θεούς, αλλ’ αντιθέτως -εκτιμώντας την παρρησία του- τον είχε διατηρήσει στην εξαιρετικά υψηλή θέση του στην στρατιωτική ιεραρχία.

Ότι τον χριστιανό επίσκοπο Ελεύσιο της Κυζίκου τον είχε αφήσει κανονικά στην θέση του μέχρι που εκείνος αποθρασυνθείς από την ανοχή, προχώρησε σε καταστροφή αρκετών Εθνικών Ιερών.

Ότι ο μοναδικός ιστορικώς υπαρκτός, δηλαδή όχι κατασκευασμένος μέσα από τα παραληρήματα των μαρτυρογράφων του 8ου αιώνος, χριστιανός "μάρτυρας" επί της βασιλείας του, υπήρξε ο επίσκοπος Αρεθούσης Μάρκος,. ένας φανατισμένος ανθέλλην που είχε προκαλέσει καταστροφές σε Ελληνικό Ιερό.

Το πιο τιμητικό για τον Ιουλιανό, είναι ότι από πλευράς θρησκευτικής, δεν ήταν όπως διαδίδεται -είτε σκόπιμα, είτε από αφέλεια- Έλλην δωδεκαθεϊστής- με την έννοια του αποκλειστικού λάτρη του Ελληνικού Πανθέου-, αλλά τυπικός για την εποχή του ρωμαίος Εθνικός που συνεδύαζε μια νεοπλατωνική φιλοσοφική αντίληψη με μια ιδιαίτερη τριαδική Ηλιολατρία. Η υπόθεση της επαναφοράς των Ολυμπίων Θεών, αγκαλιάσθηκε από τον καλλιεργημένο και ευσεβέστατο Ιουλιανό μέσα από ένα όχι μόνο σαφώς ανεξίθρησκο, αλλά και πολύ πλατύ κλίμα επιστροφής του σεβασμού προς όλες τις πολυθεϊστικές -ήτοι μη μισαλλόδοξες- λατρείες, που ήδη απειλούντο με εξαφάνιση από τους μονοθεϊστές. Η Ελληνικότητα του Ιουλιανού επικεντρώνεται στον χώρο της Φιλοσοφίας και Παιδείας και για αυτό είναι διαυγής, στερεά και αήττητη. Το καλύτερο μανιφέστο της είναι το γνωστό «Περί Παιδείας» έδικτο του φωτισμένου αυτού ανδρός, όπως και το γνωστό απόσπασμα ενός κειμένου του

«Σε εμάς ανήκουν η ευγλωττία και οι Τέχνες της Ελλάδος και η λατρεία των Θεών της. Η δική σας κληρονομιά (απευθύνεται στους χριστιανούς) είναι η αμάθεια, η αγροικία και τίποτε πέρα από αυτές..»

Βλάσης Ρασσιάς

Πηγή: http://www.rassias.gr/9026.html

11 Μαΐ 2008

ΜΗ ΕΛΛΗΝΕΣ «ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ»!

Από έναν αδιάβαστο, ανιστόρητο λαό δεν μπορούσαμε φυσικά να περιμένουμε καλύτερες επιλογές από αυτές που είδαμε σήμερα (11.5.2008) στην δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας που διοργάνωσε ο σταθμός Σκάϊ, ως πρώτη φάση της σειράς «Μεγάλοι Έλληνες» που προετοιμάζει σε συνεργασία με το BBC.

Εκτός λοιπόν από τον «μεγάλο» θεοκράτη Χριστόδουλο Παρασκευαϊδη και τους «μεγάλους» δικτάτορες Ιωάννη Μεταξά και Γεώργιο Παπαδόπουλο, αλλά και τον απίθανο «μεγάλο» ρωμιό Κοσμά Αιτωλό («Αδελφοί μου, έμαθα πως με τη χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού δεν είσθε Έλληνες, δεν είσθε ασεβείς αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί...») καμαρώσαμε επίσης και τους

«Μέγα» Κωνσταντίνο
(Flavius Valerius Aurelius Constantinus, εκρωμαϊσμένο Μοίσιο)

Ιουστινιανό
(Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus, εκρωμαϊσμένο Δαρδάνιο)

Βασίλειο Β τον «Βουλγαροκτόνο»
(κανονικό Αρμένιο)

Βασιλιά Όθωνα
(κανονικό Γερμανό, Βαυαρό)

που διόλου περιέργως κάποιοι αστοιχείωτοι ψήφισαν ως «Έλληνες» (και μάλιστα... σημαντικούς!), αλλά, όλως περιέργως, ο σταθμός ανακοίνωσε (δίχως να ελέγξει την ιστορική σοβαρότητα των συγκεκριμένων 4 επιλογών) μέσα στην λίστα των 100 «επικρατέστερων» για τον τίτλο του «Μεγαλύτερου Έλληνα».

Ω καιροί, ω απέραντη φαιδρότης! Τι άλλο θα δούμε σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο!

9 Μαΐ 2008

«ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ» (ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ «ΚΑΒΕΙΡΟΣ»)

HYMN OF NATURE


Απόσπασμα από την συναυλία του σχήματος "Κάβειρος" στα 1α "Ολυμπίεια" που διοργάνωσε στις 20 Απριλίου 2008 στην Αττική το "Φιλοσοφικό Αθήναιον Εκατηβόλος".

4 Μαΐ 2008

ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΗΝΙΚΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ ΠΑΡΑΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Λεύκιος Ανναίος Κορνούτος: «ΕΠΙΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΗΝΙΚΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ ΠΑΡΑΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΙΟΣ»

[Προδημοσίευση από το σημαντικότατο αλλά περιέργως (;) αγνοημένο έργο του στωϊκού φιλοσόφου Λεύκιου Ανναίου Κορνούτου ή Φορνούτου «Επιδρομή των κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν παραδεδομένων» - «De Natura Deorum» κατά την έκδοση του 1844 στο Γκέτινγκεν από τον Friedrich Osann και «Cornuti Theologiae Graecae Compendium» κατά την έκδοση του 1881 στην Λειψία από τον Carl Lang - γραμμένο γύρω στο έτος 50 μ.α.χ.χ., το οποίο πρόκειται να εκδοθεί από τις εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη»].

Ύστερα απ’ αυτά ο Ζευς θεωρείται ο πατέρας των Θεών και των ανθρώπων επειδή η φύση του Κόσμου έχει γίνει η αιτία της υπόστασής τους, όπως οι πατέρες γεννούν τα παιδιά. Και τον αποκαλούν νεφοσυγκεντρωτή και βροντώδη και αποδίδουν σ’ αυτόν τον κεραυνό και την ασπίδα από αιγόδερμα επειδή συντάσσονται επάνω από εμάς τα σύννεφα και οι αστραπές και από εκεί εξαπολύει κεραυνούς και καταιγίδες, [σε άλλη δε εκδοχή] επειδή στον Θεό που του έχουν τύχει οι ουρανοί αποδίδεται το κάθε τι που βρίσκεται υπεράνω της γης. Και για μεν τις καταιγίδες [οι οποίες πήραν το όνομά τους από το αΐσσω (ορμώ)], απεκλήθη αιγίοχος, για άλλες δε παρόμοιες και εύκολα αντιληπτές αιτίες, υέτιος (βροχερός) και επικάρπιος (προστάτης των καρπών) και καταιβάτης (καταβαίνων με βροντές) και αστραπαίος (πρόξενος των αστραπών) και με πολλά ακόμα επίθετα, σύμφωνα με διάφορες ανθώπινες επινοήσεις. Και τον αποκαλούν σωτήρα και έρκειο (προστάτη του έρκους των οικιών και της οικογένειας) και πολιέα (φύλακα της πόλης) και πατρώο και ομόγνιο (προστατεύοντα την συγγενική εξ αίματος σχέση) και ξένιο (προστάτη της φιλοξενίας) και κτήσιο (προστάτη των περιουσιών) και βουλαίο (προστάτη των συνελεύσεων) και τροπαιούχο και ελευθέριο (απελευθερωτή), και απεριόριστα είναι τα επίθετα που του αποδίδονται, επειδή έχει εξαπλωθεί σε κάθε δύναμη και σχέση και είναι των πάντων υπαίτιος και επόπτης. Έτσι λοιπόν ειπώθηκε ότι είναι και πατέρας της Δίκης -διότι αυτός συντελώντας στην δημιουργία της κοινωνίας των ανθρώπων και παραγγέλλοντας σ’ αυτούς να μην αδικούν ο ένας τον άλλον, είναι τέτοιος- και επίσης των Χαρίτων -από εδώ προέρχονται οι αρχές τού να ευαρεστεί κάποιος και να ευεργετεί τους άλλους- και των Ωρών, τόσο εκείνων οι οποίες κατά τις μεταβολές του καιρού γίνονται σωτήρες αυτών που συμβαίνουν επάνω στην γη, όσο και των άλλων, που ονομάζονται έτσι απ’ την διαφύλαξη.

Τον παρουσιάζουν δε να έχει την ηλικία ώριμου άνδρα, διότι δεν φανερώνει ούτε παρακμή ούτε έλλειψη, και καθώς τέλειος είναι στην ηλικία του, τέλειες είναι και οι θυσίες που του προσφέρονται. Το δε σκήπτρο αποτελεί σύμβολο της εξουσίας του, είτε ως βασιλικό φορτίο, είτε ως σύμβολο, τού ότι αυτός δεν πέφτει απ’ την εξουσία του και ότι μένει σταθερά σ’ αυτήν, όπως οι στηριζόμενοι σε ραβδί. Ο δε συμβολισμός του βέλους, το οποίο κρατεί στο δεξί χέρι του, είνα πολύ σαφής για να επεξηγηθεί. Σε πολλά μέρη μάλιστα πλάθεται να κρατεί και Νίκη, γιατί υπερέχει όλων και τίποτε δεν μπορεί να τον νικήσει. Και το ιερό του πτηνό λέγεται ότι είναι ο αετός διότι είναι το ισχυρότατο των πουλιών. Στέφεται δε με την ελιά καθώς είναι φυτό αειθαλές, ελαιώδες και πολύ ωφέλιμο, ή επειδή θυμίζει τ’ ουρανού την γκριζογάλανη φωτεινότητα. Ονομάζεται δε από κάποιους και αλάστωρ (τιμωρός) και παλαμναίος (εκδικητής φόνου) επειδή τιμωρεί τους καταραμένους και τους παλαμναίους (εγκληματίες), που έχουν ονομαστεί έτσι, οι μεν από το ότι διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, με τα οποία προκαλούν οργή και θρήνο, οι δε από το ότι έχουν διαπράξει με τα χέρια τους μιαρές πράξεις που δεν εξιλεώνονται με θυσίες.

Σύμφωνα με τον ίδιο Λόγο έχουν δημιουργηθεί και οι λεγόμενες Εριννύες, που ελέγχουν εκείνους που σφάλλουν, η Μέγαιρα (η φθονερή οργή), η Τισιφόνη (η ανταπόδοση) και η Αληκτώ (η ακατάπαυστη), ωσάν να τους φθονεί ο Θεός και να τιμωρεί τους φόνους που διαπράττονται από αυτούς και να πράττει αυτό ακατάπαυστα και αδιάλειπτα. Είναι δε πραγματικά αξιοσέβαστες αυτές οι Θεές και Ευμενίδες καλούνται, διότι δίπλα στην ευμένεια της Φύσεως προς τους ανθρώπους έχει παραταχθεί και η τιμωρία της κακίας. Έχουν όψη αποτρόπαια, καταδιώκοντας τους ασεβείς με φωτιά και μαστίγια, και λέγεται ότι έχουν φιδίσια μαλλιά για να δημιουργούν τέτοια εικόνα στους κακούς, και έτσι τιμωρούν τα παραπτώματα. Λέγεται δε ότι κατοικούν στον Άδη, καθώς οι τιμωρίες που επιφυλάσσουν κρύβονται στο σκοτάδι και είναι απρόβλεπτες σ’ εκείνους που τις αξίζουν.

Σε συνέχεια δε όλων αυτών λέγεται επίσης ότι το μάτι του Διός παρακολουθεί και εποπτεύει τα πάντα. Διότι πώς είναι δυνατόν της δύναμης που διαπερνά (ή διοικεί) τα πάντα να της διαφεύγει κάτι από αυτά που συμβαίνουν στον Κόσμο; Αποκαλούν δε τον Δία και Μείλιχο (μειλίχιο, πράο), γιατί είναι επιεικής απέναντι σ’ εκείνους που μετανοούν για κάποιο αδίκημά τους, μη θέλοντας να τους δείξει αδιαλλαξία. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν και βωμοί προς τιμή του Διός που εισακούει τις ικεσίες.

Και ο ποιητής είπε επίσης ότι και οι Λιτές είναι κόρες του Διός, οι οποίες είναι κουτσές διότι οι ικέτες πέφτουν στα γόνατα, ρυτιδωμένες για να παραστήσουν την αδυναμία των ικετευόντων και αλλοίθωρες, επειδή ενώ αρχικά κάποιοι περιφρόνησαν κάποιον, αργότερα βρέθηκαν στην ανάγκη να τον ικετεύσουν.

Ζευς είναι δε και η Μοίρα, επειδή δεν είναι ορατή η διανομή αυτών που επιβάλλονται στον καθένα, και από εδώ μάλιστα και τα άλλου είδους μερίδια έχουν ονομαστεί μοίρες. Αίσα είναι δε η αφανής και άγνωστη αιτία αυτών που γίνονται – δηλώνεται δε από εδώ το άδηλον της μοίρας του καθενός - ή, όπως (διατείνονται) οι μεγαλύτεροι, είναι η αεί ούσα (αυτή που πάντοτε υφίσταται). Και είναι δε αυτή Ειμαρμένη, καθώς σύμφωνα με αυτήν έχουν καθορισθεί από τη μοίρα όλα όσα συμβαίνουν και έχουν συναφθεί σε τάξη και στοίχιση που δεν έχει τέλος [η συλλαβή «ει» δείχνει στοίχιση, όπως και στην λέξη «ειρμός»]. Είναι δε αυτή και Ανάγκη, καθώς τίποτε δεν μπορεί να την διευθύνει και να υπερισχύσει αυτής ή καθώς υφίσταται εξέλιξη το κάθε τι που γίνεται επάνω σε αυτήν.

Κατά άλλον δε τρόπο, αναφέρονται τρεις Μοίρες, σύμφωνα με το τριμερές του χρόνου. Η μία εξ αυτών έχει ονομαστεί Κλωθώ από το ότι φαίνεται να κλώθει σαν μαλλί τα συμβαίνοντα, καθώς το ένα γεγονός πέφτει επάνω στο άλλο, ούτως ώστε την πλάθουν με την φαντασία τους ως γυναίκα γερασμένη που γνέθει, η δε άλλη Λάχεσις, από το ότι φαίνεται να τραβά σε κλήρο τα αποδιδόμενα στον καθένα, η δε τρίτη Άτροπος, διότι αυτά που έχουν διαταχθεί από αυτήν δεν τροποποιούνται. Η ίδια δε δύναμη θα μπορούσε να φανεί ότι ταιριάζει και στις τρεις ονομασίες. Αυτή είναι δε και Αδράστεια, ονομασμένη έτσι από το ότι είναι αναπόφευκτη και αναπότρεπτη, ή από το ότι πάντα πράττει τα σχετικά με αυτήν, ωσάν να δρα συνεχώς, ή επειδή το στερητικό μόριο (α-) δηλώνει εδώ το πλήθος, όπως στο παράδειγμα της «αξύλου ύλης» . Διότι είναι πολυδραστήρια. Ονομάζεται δε και Νέμεσις από το μοίρασμα - καθώς χωρίζει αυτό που στον καθένα θα επιβληθεί -, Τύχη δε από το ότι τυχαίνουν σε μας οι περιστάσεις και από το ότι είναι δημιουργός των συμπτώσεων στους ανθρώπους, Όπις (ποινή) δε από το ότι, διαφεύγοντας την προσοχή μας και σαν να παρακολουθεί από πίσω και να παρατηρεί αυτά που γίνονται από μας, τιμωρεί όσα είναι άξια τιμωρίας.

Πηγή: περιοδικό "Διιπετές", τεύχος 65, Χειμερινό Ηλιοστάσιο 2007

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

Άμεση συνέπεια της εμπλοκής του κλήρου στην πολιτική, σε Ανατολή και Δύση, ήταν η δια της βίας εξάπλωση του Χριστιανισμού. Βία που δεν περιορίστηκε στον προσηλυτισμό των εθνικών (ειδωλολατρικών για τους «πατέρες») πληθυσμών, αλλά επεκτάθηκε στην ολοκληρωτική συντριβή και εξαφάνιση οποιουδήποτε πολιτισμικού στοιχείου παρέπεμπε στις εν λόγω παραδόσεις. Στον ελλαδικό χώρο, όπου το έργο των ρασοφόρων ήταν σαφώς πιο δύσκολο, η ολική (;) επικράτησή τους φαίνεται να συμβαίνει τον 9ο αιώνα και για περίπου 6 αιώνες το άκουσμα και μόνο λέξεων που παραπέμπουν σε ο,τιδήποτε ελληνικό μπορούσε να επιφέρει την θανατική καταδίκη.

Εμάς όμως, αυτό που μας ενδιαφέρει από την υπαρκτή αντίφαση μεταξύ της αρχαίας ελληνικής και της χριστιανικής πολιτικής και πολιτισμικής κληρονομιάς εν γένει, είναι το αδογμάτιστο και αυθεντικά λαϊκό της θρησκευτικής σύλληψης της πρώτης. Και αυτό γιατί τουλάχιστον δεν εμπόδισε την αυτοθεσμιστική λειτουργία της αρχαίας Πόλεως, της πρώτης, καθαρά και ξάστερα, ρητής εκδήλωσης της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, που όμως, για διαφορετικούς λόγους δεν συνεχίστηκε. Όπως αναφέρει και ο J. P. Vernant στο «Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα» για την αρχαία θρησκεία, αυτή «δεν γνώρισε ούτε προφήτη, ούτε μεσσία. Στην Ελλάδα των πόλεων… αυτή η θρησκευτική παράδοση δεν είναι ούτε ενιαία, ούτε αυστηρά παγιωμένη. Δεν έχει κανένα δογματικό χαρακτήρα. Δίχως ιερατείο, δίχως επαγγελματίες ιερείς, δίχως Εκκλησία, η ελληνική θρησκεία δεν γνωρίζει Ιερά Γραφή, στην οποία θα βρισκόταν ενσωματωμένη, μια για πάντα, σε ένα κείμενο, η αλήθεια. Και δεν περιλαμβάνει κανένα Πιστεύω, που θα επέβαλε στους πιστούς ένα ενιαίο σύνολο δοξασιών για τον κόσμο των θεών».

Αντίθετα και ακριβώς απέναντι στέκεται το βυζαντινό και καθολικό παράδειγμα του πρώτου δογματικού μηχανισμού που θέτει οργανωμένα και επεκτατικά την πηγή της αρχής – θεσμού εκτός κοινωνίας και συγκεκριμένα στην υπερβατική αρχή την οποία η ίδια εκπροσωπεί, δηλαδή τον θεό, έτσι ώστε να ισχύει το «πώς μπορείς να αμφισβητήσεις τον νόμο, όταν ο νόμος έχει δοθεί απ’ τον θεό, πώς μπορείς να λες πως ο νόμος που έδωσε ο θεός είναι άδικος, όταν δικαιοσύνη είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού, όπως και η αλήθεια είναι ακριβώς ένα από τα ονόματα του θεού: συ γαρ ει αλήθεια, η δικαιοσύνη και το φως;» (Κορνήλιος Καστοριάδης, «Αρχαίο ελληνικό και πολιτικό φαντασιακό» στο «Η άνοδος της ασημαντότητας»).

Επίσης, για πρώτη φορά στα ανθρώπινα χρονικά θεσμίζεται η μισαλλοδοξία ως κεντρική πολιτική ταυτότητα του καθεστώτος, πολύ πριν τον Χίτλερ. Εξού και οι διώξεις με κρατική βούλα αρχικά των ελληνιζόντων και των –δικών τους κατά βάθος διαφωνούντων- αιρετικών, στη συνέχεια όλων ανεξαιρέτως των «ειδωλολατρών», για να καταλήξει στην ιερά εξέταση, στο κυνήγι «μαγισσών» και στην εξόντωση όλων των αμερικανών αυτοχθόνων.

Σε γενικές γραμμές και έχοντας αποφύγει τις γενικεύσεις, αυτή ήταν η μέθοδος και ο ιστορικός τρόπος με τον οποίο από ιουδαϊκή αίρεση και σε κάποιες στιγμές υπό διωγμό, η χριστιανική Εκκλησία έγινε κυρίαρχη σε Ανατολή και Δύση. Από την στιγμή δε που η άμεση βία καταλάγιασε με το πέρας των αιώνων και την ολοκληρωτική της επικράτηση, η ανάδυση του καπιταλισμού αλλά και των διαφόρων κινημάτων αμφισβήτησης που προήλθαν από τον, τόσο μισητό στους ρασοφόρους, Διαφωτισμό, επέφερε αλλαγές στον τρόπο αναπαραγωγής και στην δομή της εξουσίας της. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Walter Benjamin: «ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παρασιτικά στον Χριστιανισμό της Δύσης –και πρέπει να τονιστεί όχι μόνο για την περίπτωση του Καλβινισμού, αλλά και για τα υπόλοιπα ορθόδοξα χριστιανικά ρεύματα- μέχρι το σημείο εκείνο όπου η Ιστορία του Χριστιανισμού έγινε η Ιστορία του παράσιτού του, δηλαδή του καπιταλισμού» (περιοδικό «Πανοπτικόν», τεύχος 7).

Καταλύτης στην όλη αυτή μεταβολή ήταν η εμφάνιση στο προσκήνιο της Ιστορίας του κράτους, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε σήμερα. Η ύπαρξη κατά το μάλλον ή ήττον ομογενοποιημένων πληθυσμών εντός της μορφής κράτος δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί αν δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Χριστιανισμός σε όλες τις συσκευασίες του. Κομβικό σημείο εδώ ήταν και η υιοθέτηση των εκπαιδευτικών μηχανισμών αναπαραγωγής που είχαν εφεύρει και εφαρμόσει με σχετική επιτυχία οι Εκκλησίες, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία αποκλίσεων των στελεχών τους από το επίσημο δόγμα, και που ένας από αυτούς αποτέλεσε και την πρώϊμη μορφή πανεπιστημίου!

Βέβαια στις περιοχές εκείνες που το πνεύμα και η πραγματικότητα του Διαφωτισμού κυριάρχησαν και δια των αστικών επαναστάσεων, οι μηχανισμοί αυτοί απέκτησαν κοσμικό χαρακτήρα και απομακρύνθηκαν από τον ασφυκτικό θρησκευτικό έλεγχο. Και εδώ είναι το σημείο που απαντιέται το σημαντικό για την Ελλάδα ερώτημα της ορθόδοξης απόλυτης κυριαρχίας στην ντόπια πανίδα: αντίθετα από την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών λαών, που με τον έναν ή άλλον τρόπο, συνήθως βίαια, απομάκρυναν τον σταυροφόρο σκοταδιστικό μηχανισμό από την επίσημη υποχρεωτική εκπαίδευσή τους, εδώ στο Ελλαδιστάν αυτό ουδέποτε έγινε, με αποτέλεσμα η ντόπια πανίδα που κατοικοεδρεύει σε αυτό (αλλά και η άλλη, της διασποράς) όχι μόνο να θεωρεί την ορθόδοξη σκοταδιστική βαρβαρότητα συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς της, αλλά και να θεωρεί ότι πρέπει να την υπερασπιστεί, γιατί τάχα είναι μοναδική, αλλά πάνω από όλα επειδή είναι η παράδοσή «της», λες και η παράδοση δεν πρέπει ποτέ να τίθεται στην κριτική, να αμφισβητείται. Η αντιδαρβίνεια λοιπόν πανίδα μας είναι όντως μοναδική, η δε βλακεία της είναι επίσης μοναδική και αυτοφυής, είτε ως επιβολή, είτε ως αναπαραγωγή, αφού έχει φθάσει σε σημείο να θεωρεί πως ό,τι παραδίδεται από τις προηγούμενες γενιές είναι σωστό και ακολουθητέο, έτσι λ.χ. με βάση την λογική (;) της, οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι για πάντα ναζί, ακόμα και σήμερα.

…Τελειώνοντας εδώ την μικρή αναφορά μας στο φαντασιακό και στα έργα και τις ημέρες της ημεδαπής πανίδας και της λογικής της, θεωρούμε ότι το ζήτημα του διαχωρισμού των δύο μηχανισμών είναι όντως σημαντικό, αλλά όχι έτσι όπως τίθεται. Αφενός γιατί διαχωριζόμαστε από την πλειοψηφία της υποχωρητικής και συμβιβαστικής Αριστεράς, που, προκειμένου να χαϊδέψει τα αυτιά των συνεχώς μειούμενων ψηφοφόρων της, μιλάει για διαχωρισμό και εκκοσμίκευση του κράτους, χωρίς να αγγίζει το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από μία τέτοια θέση, δηλαδή το παρόν και το μέλλον της εκκλησιαστικής περιουσίας, γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο ζήτημα θα την φέρει σε σύγκρουση με συμφέροντα, ανθρώπους και μύθους που καθόλου δεν θα την ωφελήσουν στον βασικό σκοπό της, δηλαδή αυτόν της ψήφου.

Διαχωρισμός πραγματικός σημαίνει αποχαρακτηρισμό και στην συνέχεια δήμευση της περιουσίας της Εκκλησίας, όλης ή της πλειοψηφίας της, και πλέον όσοι δηλώνουν και θέλουν να ορίζονται ως προς την κοινωνική τους εξωτερίκευση χριστιανοί, να αναλάβουν τις διοικητικές και οικονομικές υποχρεώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.

Το 98% της περιουσίας του εν λόγω τρομοκρατικού μηχανισμού είναι προϊόν βίαιης διεκδίκησής του από τον λαό ή επωφελούς συνεργασίας με το κράτος σε εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί και σε καμία περίπτωση ο δημόσιος και κοινωφελής χαρακτήρας της δεν πρέπει να χαθεί. Είναι αλήθεια ότι η Αριστερά το ξέρει αυτό, εξού και η μεγάλη αμηχανία της (ειδικά σήμερα που οι καπιταλιστικές συγκυρίες παραχωρούν τα πάντα στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ένα τέτοιο αίτημα την καθιστά ανεδαφική), άλλωστε το οικονομικό επιτελείο των χριστιανομουλάδων είναι κατά πολύ ικανότερο από αυτήν στη σύλληψη και στους ελιγμούς στην σύγχρονη πραγματικότητα.

Πηγή: «Το ρασοφοριάτο και η ημεδαπή πανίδα», στο περιοδικό «Μαύρο Πιπέρι», τεύχος 5, καλοκαίρι 2005. Αναδημοσίευση από το blog "ECRASEZ L' INFAME!"

3 Μαΐ 2008

ΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΞΕΡΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ...

«Οι Έλληνες δεν ξέρουν Ιστορία. Και κυριότατα γιατί δεν τους μαθαίνουν. Και δεν τους μαθαίνουν γιατί δεν συμφέρει να ξέρουν και να κρίνουν, αλλά και γιατί τα μυαλά συντριπτικής πλειονότητας των διδασκόντων είναι χαλασμένα -όπως και ήταν χαλασμένα πριν αντίστροφα. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν την Ιστορία στα σκολειά για να παράγουν εθνικιστικές συνειδήσεις. Μετά για να κάνουν κακή κι αδέξια προπαγάνδα ψευτοαριστερίστικη. Όλοι απλώναν αναχρονιστικά τις ιδεούλες τους και τις πίστεις τους στο παρελθόν, κόβαν και ράβαν την ιστορία στα μικρά μέτρα τους.

Αλλ' έτσι η βαθύτερη ζήτηση της ιστορίας, που είναι κάτι το πολύ ριζικό στην ανθρώπινη συνείδηση, δεν ικανοποιείται, πεινάει επί μακρόν, κι εντέλει μαραίνεται. Σιχάθηκα μια ζωή να παλεύω να διαλύσω ψευτοϊστορικές ερμηνείες του παρελθόντος, εθνικιστών και τάχα μαρξιστών, τάχα "συντηρητικών" και τάχα "προοδευτικών", να μην θαρρούν τα παιδιά πως η αρχαιοελληνική πόλις είναι ό,τι τάχα η εθνικιστική πατρίδα, να μην βγάζουν "προδότες" τους Θεμιστοκλήδες και τους Αντρούτσους, να μην βγάζουν όλοι "προδότες" τους πολιτικούς τους αντιπάλους, να μην απλώνουν στα παρελθόντα τα παρόντα πάθη τους.

Ποια ιστορία; Ποιος την δίδαξε ποτέ σωστά; Ποιος νοιάστηκε αλήθεια; Και γι' αυτό ίσως δεν έχουμε και ιστορική μνήμη. Τι "ιστορική"; Ούτε χθεσινή δεν έχουμε! Πράγματα που τα ζήσαμε χθες, οι ίδιοι, στο πετσί μας, αφήνουμε θρασύτατα να μας τα λένε ανάποδα όλοι, και δεν αντιδρούμε!.»

Απόσπασμα από συνέντευξη του Ρένου Αποστολίδη σε αθηναϊκή εφημερίδα της 13-6-93, Πηγή: η ιστοσελίδα του ΥΣΕΕ.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ



Βίντεο για την ιστορία της δημόσιας επανεμφάνισης της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας μετά από αιώνες αναγκαστικής αφάνειας. Η παρουίαση έγινε στην περισυνή εκδήλωση για τα 10 χρόνια της επίσημης δράσης του Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών (ΥΣΕΕ) για την ηθική υποστήριξη και θεσμική αποκατάσταση της πραγματικής Ελληνικής Παράδοσης και Θρησκείας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΜΙΣΤΟΣ - ΠΛΗΘΩΝ

Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (Κωνσταντινούπολη, περ. 1355 – Σπάρτη, 1452).

Έλληνας φιλόσοφος και πολιτικός άνδρας των αρχών του 15ου αιώνα, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του υστεροβυζαντινού πνευματικού βίου, βαθύς γνώστης του Πλατωνισμού, πολυθεϊστής και ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), η σκέψη του οποίου επηρέασε έντονα την ιταλική διανόηση της εποχής και συνέβαλε στην τελική διαμόρφωση του ρεύματος που ονομάστηκε «Αναγέννηση».

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από επιφανή οικογένεια, απέκτησε πολύ καλή γενική παιδεία και το 1380 εγκαταστάθηκε στην τότε πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους Αδριανούπολη, όπου μαθήτευσε δίπλα σε έναν ελληνιστή Εβραίο, πολυθεϊστή ή οπαδό του Ζωροαστρισμού, τον Ελισσαίο, με αποτέλεσμα να κατανοήσει έγκαιρα τόσο την πνευματική αθλιότητα της βυζαντινής θεοκρατίας όσο και την κραυγαλέα φιλοσοφική και θεολογική ανεπάρκεια του Χριστιανισμού. Δίπλα στον Ελισσαίο (που πιστεύεται ότι τελικά κατηγορήθηκε ως «ειδωλολάτρης» από τους οθωμανούς και κατέληξε στην πυρά) μελέτησε ιδιαίτερα τον Πλάτωνα, ενθουσιάστηκε από το έργο του και πρόσθεσε στο βυζαντινό επώνυμό του «Γεμιστός» το ελληνικό «Πλήθων» (το οποίο ο φανατικός εχθρός του μετέπειτα υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ισχυρίστηκε ότι… «του εδόθη υπό των δαιμόνων»!). Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, οι νέες ιδέες του άρχισαν να ενοχλούν τους θεοκράτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που αργότερα εξόντωσαν στην Πελοπόννησο τον μαθητή του Ιουβενάλιο), με αποτέλεσμα το 1393 (ή το 1400 κατά τον Καζάζη ή το 1414 κατά τον Μανδηλά) να εγκατασταθεί οικογενειακώς στο υπό τον Θεόδωρο (τον Α ή τον Β, ανάλογα με την χρονολογία που θα υιοθετήσει κανείς, 1383 – 1407 ο πρώτος και 1407 – 1443 ο δεύτερος) Παλαιολόγο Δεσποτάτο του Μυστρά στην Λακωνία, με την ανοχή του φίλου του αυτοκράτορα Μανουήλ Β του Παλαιολόγου.

Η «δραπέτευση» του «αποστάτη» Πλήθωνος στην Ελλάδα εξόργισε τον προσωπικό εχθρό του μετέπειτα υπότουρκο (1454 - 1464) πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος ήθελε να τον δει να εξορίζεται «σε χώρα βαρβάρων» ή να εξουδετερώνεται «με κάποιον άλλον τρόπο» (…), ωστόσο ο ίδιος εγκαταστάθηκε με ιδιαίτερη χαρά στην Πελοπόννησο, την οποία, όπως και την υπόλοιπη Ελλάδα θεωρούσε κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού: «Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων…» γράφει απευθυνόμενος προς τον Παλαιολόγο, δηλαδή «…εμείς πάνω στους οποίους είστε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν…»

Στον Μυστρά ο Πλήθων έλαβε το αξίωμα του ανώτατου δικαστικού, το οποίο χρησιμοποίησε με υποδειγματική αμεροληψία (όπως μαρτυρείται από τον επικήδειο που εκφώνησε ο μαθητής του Ιερώνυμος Χαριτώνυμος, απόσπασμα του οποίου παραθέτει ο Μανδηλάς: «…και μην δικαιοσύνη τοιαύτη τις ή τώ ανδρί, ως λήρον είναι Μίνω εκείνον και Ραδάμανθυν τούτω παραβαλλομένους»), καθώς επίσης είχε και την κηδεμονία δύο γειτονικών πόλεων, του Φαναρίου και των Βρυσών, η οποία κηδεμονία του εξασφάλιζε οικονομική άνεση. Πολύ σύντομα συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «Κύκλο» του Μυστρά, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους Έλληνες Θεούς, συνέγραψε τα βιβλία «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» και «Περί Νόμων» και προέβαλε δυναμικά ένα αίτημα για άμεση επανελλήνιση.

Στο 16ο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Μανδηλάς γράφει: «από την καρδιά της Πελοποννήσου άρχισε λοιπόν ο σοφός Πλήθων να βάζει τα θεμέλια μίας νέας μεταρρύθμισης, όχι για την ανάκαμψη της πάλαι ποτέ ‘‘κραταιάς’’ αυτοκρατορίας των Βυζαντινών, αλλά μόνο για την δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς καινούργιου ξεκινήματος του Ελληνισμού μέσα στον ίδιο τον γεωγραφικό χώρο της Κλασικής Ελλάδος. Ο φιλοσοφικός του λόγος φιλοδοξούσε ν’ αντικαταστήσει τον κυρίαρχο Χριστιανισμό και να οδηγήσει στην ανάσταση του παλιού, αρχαίου, εθνικού μεγαλείου των Ελλήνων. Απογοητευμένος από την ησυχαστική τάση του ανατολικού Χριστιανισμού που εκείνη την εποχή ήταν πλέον κυρίαρχη σε όλα τα επίπεδα, ο Πλήθων αναζήτησε, συνέλαβε και πρότεινε μία περισσότερο πολιτική θρησκεία, ικανή να ανασυντάξει τον κατεστραμμένο ιστό στην προετοιμασία για ένα εντελώς νέο ευνομούμενο Κράτος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κόσμου που τότε διαμορφωνόταν. Η ανάδειξη της σημασίας του Φυσικού Κόσμου, η θέληση για ζωή μέσα σε αυτόν και όχι στους νεφελώδεις υπερβατικούς ουρανούς, τού ήταν γνωστό ότι θα γεννούσε στις ψυχές των ανθρώπων την ανάγκη για μία διαφορετική, πολύ πιο ανθρώπινη και ελπιδοφόρα οργάνωση της επίγειας ζωής τους. Προς αυτήν λοιπόν την κατεύθυνση, η πραγμάτωση της περίφημης Πολιτείας του Πλάτωνος στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας και στην ασφαλή σχετικά χώρα των αρχαίων Λακεδαιμονίων έγινε το μεγάλο όραμα του Γεωργίου Γεμιστού». Το «Περί Νόμων» βιβλίο του, ένα πλήρες σχέδιο για επανελληνοποίηση της Πελοποννήσου, δυστυχώς κάηκε δημόσια μετά τον θάνατό του από τον μετέπειτα πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, καθώς θεωρήθηκε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό» βιβλίο, το οποίο έβριθε από τα… «σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Ο ίδιος ανθέλληνας θεοκράτης («Έλλην ων τήι φωνήι, ουκ αν ποτέ φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες' αλλ' από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι») ήταν άλλωστε που διέταξε και τον βασανισμό και την θανάτωση του μαθητή του Πλήθωνος Ιουβενάλιου, όταν περιερχόταν όλη την Πελοπόννησο, βγάζοντας λόγους κατά της βυζαντινής εξουσίας και της Εκκλησίας.

Όταν κατά την περίοδο 1438 - 1439 συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Η και τον πατριάρχη Ιωσήφ στην εκκλησιαστική Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, ο Πλήθων έδωσε διαλέξεις και άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των Ιταλών ουμανιστών, κερδίζοντας ιδιαιτέρως τον θαυμασμό του μετέπειτα ιδρυτή της «Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας» Κόζιμο Μέδικο (Cosimo di Giovanni de' Medici, 1389 - 1464). Ο μεγάλος ουμανιστής και πρώτος διευθυντής της «Ακαδημίας» Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsilio Ficino, 1433 - 1499) απεκάλεσε αργότερα τον μεγάλο διδάσκαλο Πλήθωνα «δεύτερο Πλάτωνα».

Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια το 1450 στην «Λακεδαίμονα» (όπως αποκαλούσαν την Σπάρτη οι Βυζαντινοί). Μετά από λίγο έπεσε η «Νέα Ρώμη» του Βοσπόρου και έφθασαν στην περιοχή οι Οθωμανοί Τούρκοι, υποχρεώνοντας εκ των πραγμάτων τους Ελληνιστές του «Κύκλου» του Πλήθωνος να φύγουν στην Δύση, κυρίως στην Ιταλία, συμβάλλοντας σημαντικά στην λεγόμενη «Αναγέννηση». Γνωστοί μαθητές του ήσαν οι Ιωάννης Αργυρόπουλος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Ερμητιανός, καθώς και ο ουμανιστής Βησσαρίων, ο οποίος όμως αργότερα προσχώρησε στον Ρωμαιοκαθολικισμό και έγινε καρδινάλιος.

Δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατό του, το έτος 1466, και ενώ ήδη το όνομά του αποτελούσε έναν θρύλο για όλους τους καλλιεργημένους Ιταλούς, μία ένοπλη ομάδα θαυμαστών του με αρχηγό τον, κατά τον πάπα «αντίθεο λύκο του Ρίμινι», Σιγισμούνδο Μαλατέστα (Sigismondo Pandolfo Malatesta, 1417 - 1468) εισέβαλαν στην Λακεδαίμονα, πήραν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ρίμινι, στον γνωστό «Ναό των Μαλατέστα» («Tempio Malatestiano»), όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να αναπαύεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Woodhouse C. M., «George Gemistus Plethon - The Last of the Hellenes», Oxford, 1986
Μπαρτζελιώτης Λ. Κ., «Ο Ελληνοκεντρισμός και Οι Κοινωνικοπολιτικές Ιδέες Του Πλήθωνος», Αθήνα 1989
Μανδηλάς Κώστας Π., «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων», Αθήνα, 1997


Πηγή: «Βιογραφίες Σπουδαίων Ψυχών» του Βλ. Ρασσιά

2 Μαΐ 2008

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΚΑΛΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ...

Μιλούν για τετρακόσια χρόνια δουλείας. Είναι στοιχειώδες εθνικό χρέος η πρόταση αυτή να εκλείψει από τα ελληνικά. Η δουλεία αρχίζει με το βάπτισμα. Ο Χριστιανισμός δεν είναι καν κάποια εκδίκηση της Ασίας για απάντηση στην κατάκτησή της από το πνεύμα της Ελλάδος. Γιατί δεν της ήρθε της Ελλάδος από την Ανατολή αυτή η θρησκεία, μα από την Δύση. Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, η Ελλάδα και η Κρήτη ανήκαν στην δυτική Εκκλησία, στην Ρώμη. Από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξήρτησε την Ελλάδα ο Λέων ο Ίσαυρος (πράγμα που άλλωστε υπήρξε ολέθριο).

Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ανοιχτή στους θεούς, και για την είσοδο και για την έξοδο. Ο θεός του Χριστιανισμού δεν είναι ο μόνος βαρβαρικός θεός που έγινε δεκτός και λατρεύτηκε στην Ελλάδα. Είναι όμως ο μόνος θεός που η Ελλάδα παρέλαβε από τους βαρβάρους ως υπόδουλη, που κατά συνέπεια δεν τον παρέλαβε καν, αλλά της επεβλήθη, από τον κατακτητή. Ο Χριστιανισμός είναι μία θρησκεία δούλων, που ο κατακτητής μετέτρεψε σε θρησκεία για δούλους. Ως θρησκεία δούλων, παρουσίαζε ενδιαφέρον. Ως θρησκεία για δούλους είχε χρησιμότητα. Εξακολουθεί όμως να έχει; Χάριν ποίου σουλτάνου;

Την Ελλάδα αφάνισαν τρία δεινά (που δεν αφάνισαν όμως τον Ελληνισμό): η καθυστέρηση στην πολιτειακή εξέλιξη, η εξάπλωση στην Ανατολή και η υποταγή στην Δύση. Ο Ελληνισμός επέζησε των δεινών αυτών. Τι λοιπόν τον αφάνισε; Το βάπτισμα.

…Ένα έθνος βαφτισμένων δεν λυτρώνεται ευχερώς από μπολιάσματα όπως το βάπτισμα και δεν φθάνει το ειδικόν του βάρος χωρίς αγωνία (αναφέρεται ότι όταν οι Γερμανοί άρχοντες αποφάσισαν ν’ αποδώσουν ελευθερία στους δούλους, οι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον της αποφάσεως). Η αποβολή του βαπτίσματος θα δημιουργούσε τερατώδες κενό που μόνο ένα νέο, ελληνικό όμως αυτό, βάπτισμα –βάπτισμα για ελευθέρους – θα μπορούσε να αναπληρώσει με ευπρόσδεκτες συνέπειες. Είναι λοιπόν όλο το ζήτημα η ενστάλαξη ελληνικής ευσχημοσύνης στις ψυχές των Ελλήνων, στην θέση του βαπτίσματος.

Πώς όμως να γίνει αυτό σε ένα έθνος με –πρώτα πρώτα- ανισόρροπο γυναικείο φύλο; Η αγάπη για την πατρίδα προκύπτει από την αγάπη προς την μητέρα, δίδαξε ο Πυθαγόρας και ο γράφων είναι βέβαιος γι’ αυτό. Τι Ελλάδα όμως ν’ αγαπήσεις με μάνες χριστιανές – σχεδόν περίπου Τουρκάλες;

(Μικρό απόσπασμα από το εκπληκτικό κείμενο της δεκαετίας του ’70 «Περί Οργανώσεως» του Γιώργου Μανιάτη, που από τόσο πολύ παλαιά αυτο-οριζόταν κάπου στο ίδιο κείμενο «εθνικός μόνο και μετέωρος», προς τον αξέχαστο συνθέτη Μάνο Χατζηδάκι, τότε διευθυντή του Γ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Σήμα», τεύχος 21, Φεβρουάριος 1978).