Μιλούν για τετρακόσια χρόνια δουλείας. Είναι στοιχειώδες εθνικό χρέος η πρόταση αυτή να εκλείψει από τα ελληνικά. Η δουλεία αρχίζει με το βάπτισμα. Ο Χριστιανισμός δεν είναι καν κάποια εκδίκηση της Ασίας για απάντηση στην κατάκτησή της από το πνεύμα της Ελλάδος. Γιατί δεν της ήρθε της Ελλάδος από την Ανατολή αυτή η θρησκεία, μα από την Δύση. Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, η Ελλάδα και η Κρήτη ανήκαν στην δυτική Εκκλησία, στην Ρώμη. Από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξήρτησε την Ελλάδα ο Λέων ο Ίσαυρος (πράγμα που άλλωστε υπήρξε ολέθριο).
Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ανοιχτή στους θεούς, και για την είσοδο και για την έξοδο. Ο θεός του Χριστιανισμού δεν είναι ο μόνος βαρβαρικός θεός που έγινε δεκτός και λατρεύτηκε στην Ελλάδα. Είναι όμως ο μόνος θεός που η Ελλάδα παρέλαβε από τους βαρβάρους ως υπόδουλη, που κατά συνέπεια δεν τον παρέλαβε καν, αλλά της επεβλήθη, από τον κατακτητή. Ο Χριστιανισμός είναι μία θρησκεία δούλων, που ο κατακτητής μετέτρεψε σε θρησκεία για δούλους. Ως θρησκεία δούλων, παρουσίαζε ενδιαφέρον. Ως θρησκεία για δούλους είχε χρησιμότητα. Εξακολουθεί όμως να έχει; Χάριν ποίου σουλτάνου;
Την Ελλάδα αφάνισαν τρία δεινά (που δεν αφάνισαν όμως τον Ελληνισμό): η καθυστέρηση στην πολιτειακή εξέλιξη, η εξάπλωση στην Ανατολή και η υποταγή στην Δύση. Ο Ελληνισμός επέζησε των δεινών αυτών. Τι λοιπόν τον αφάνισε; Το βάπτισμα.
…Ένα έθνος βαφτισμένων δεν λυτρώνεται ευχερώς από μπολιάσματα όπως το βάπτισμα και δεν φθάνει το ειδικόν του βάρος χωρίς αγωνία (αναφέρεται ότι όταν οι Γερμανοί άρχοντες αποφάσισαν ν’ αποδώσουν ελευθερία στους δούλους, οι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον της αποφάσεως). Η αποβολή του βαπτίσματος θα δημιουργούσε τερατώδες κενό που μόνο ένα νέο, ελληνικό όμως αυτό, βάπτισμα –βάπτισμα για ελευθέρους – θα μπορούσε να αναπληρώσει με ευπρόσδεκτες συνέπειες. Είναι λοιπόν όλο το ζήτημα η ενστάλαξη ελληνικής ευσχημοσύνης στις ψυχές των Ελλήνων, στην θέση του βαπτίσματος.
Πώς όμως να γίνει αυτό σε ένα έθνος με –πρώτα πρώτα- ανισόρροπο γυναικείο φύλο; Η αγάπη για την πατρίδα προκύπτει από την αγάπη προς την μητέρα, δίδαξε ο Πυθαγόρας και ο γράφων είναι βέβαιος γι’ αυτό. Τι Ελλάδα όμως ν’ αγαπήσεις με μάνες χριστιανές – σχεδόν περίπου Τουρκάλες;
Η Ελλάδα ήταν πάντοτε ανοιχτή στους θεούς, και για την είσοδο και για την έξοδο. Ο θεός του Χριστιανισμού δεν είναι ο μόνος βαρβαρικός θεός που έγινε δεκτός και λατρεύτηκε στην Ελλάδα. Είναι όμως ο μόνος θεός που η Ελλάδα παρέλαβε από τους βαρβάρους ως υπόδουλη, που κατά συνέπεια δεν τον παρέλαβε καν, αλλά της επεβλήθη, από τον κατακτητή. Ο Χριστιανισμός είναι μία θρησκεία δούλων, που ο κατακτητής μετέτρεψε σε θρησκεία για δούλους. Ως θρησκεία δούλων, παρουσίαζε ενδιαφέρον. Ως θρησκεία για δούλους είχε χρησιμότητα. Εξακολουθεί όμως να έχει; Χάριν ποίου σουλτάνου;
Την Ελλάδα αφάνισαν τρία δεινά (που δεν αφάνισαν όμως τον Ελληνισμό): η καθυστέρηση στην πολιτειακή εξέλιξη, η εξάπλωση στην Ανατολή και η υποταγή στην Δύση. Ο Ελληνισμός επέζησε των δεινών αυτών. Τι λοιπόν τον αφάνισε; Το βάπτισμα.
…Ένα έθνος βαφτισμένων δεν λυτρώνεται ευχερώς από μπολιάσματα όπως το βάπτισμα και δεν φθάνει το ειδικόν του βάρος χωρίς αγωνία (αναφέρεται ότι όταν οι Γερμανοί άρχοντες αποφάσισαν ν’ αποδώσουν ελευθερία στους δούλους, οι δούλοι επαναστάτησαν εναντίον της αποφάσεως). Η αποβολή του βαπτίσματος θα δημιουργούσε τερατώδες κενό που μόνο ένα νέο, ελληνικό όμως αυτό, βάπτισμα –βάπτισμα για ελευθέρους – θα μπορούσε να αναπληρώσει με ευπρόσδεκτες συνέπειες. Είναι λοιπόν όλο το ζήτημα η ενστάλαξη ελληνικής ευσχημοσύνης στις ψυχές των Ελλήνων, στην θέση του βαπτίσματος.
Πώς όμως να γίνει αυτό σε ένα έθνος με –πρώτα πρώτα- ανισόρροπο γυναικείο φύλο; Η αγάπη για την πατρίδα προκύπτει από την αγάπη προς την μητέρα, δίδαξε ο Πυθαγόρας και ο γράφων είναι βέβαιος γι’ αυτό. Τι Ελλάδα όμως ν’ αγαπήσεις με μάνες χριστιανές – σχεδόν περίπου Τουρκάλες;
(Μικρό απόσπασμα από το εκπληκτικό κείμενο της δεκαετίας του ’70 «Περί Οργανώσεως» του Γιώργου Μανιάτη, που από τόσο πολύ παλαιά αυτο-οριζόταν κάπου στο ίδιο κείμενο «εθνικός μόνο και μετέωρος», προς τον αξέχαστο συνθέτη Μάνο Χατζηδάκι, τότε διευθυντή του Γ Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Πρωτοδημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Σήμα», τεύχος 21, Φεβρουάριος 1978).