Η ΥΨΗΛΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΩΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ο Πολυθεϊσμός της Ελλάδος προσέφερε όλα τα μέσα για την προστασία της κάθε πλευράς της οικογενειακής ζωής. Καμιά θρησκεία δεν ενδιαφερόταν περισσότερο για την καθαγίαση των οικογενειακών καθηκόντων, του καθήκοντος του πατέρα προς το υιό και του υιού προς τον πατέρα, των αδελφών προς τις αδελφές, του ενός συγγενή προς τον άλλο, όλων όσων μαζεύονταν γύρω από το βωμό του «Ερκείου» Διός.
Πράγματι, η εκπλήρωση του μεγάλου αυτού σκοπού είναι ίσως το κύριο έργο της Ελληνικής Θρησκείας. Όλος αυτός ο τομέας ανήκει κατ' εξοχήν στον ύψιστο Θεό, στον ίδιο τον Δία. Αξίζει δε σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε την αντίθεση ανάμεσα στην παλαιά θρησκεία της Ελλάδος, η οποία είχε αναπτύξει αρχικά την πίστη σε απτές Θεότητες με σαφή χαρακτηριστικά και στην πιο ασαφή ρωμαϊκή που είχε να κάνει περισσότερο με numina και σκιώδεις δυνάμεις. Την οικογενειακή ηθική της Ρώμης προστάτευε κυρίως ο θρησκευτικός σεβασμός προς τα προγονικά πνεύματα, την οργή των οποίων προκαλούσε ο υιός που έβλαπτε τον πατέρα του ή ο σύζυγος που αδικούσε τη γυναίκα του (1), την ίδια δε ιδέα βρίσκουμε και σε ορισμένα αποσπάσματα από την Ελληνική Λογοτεχνία, λ.χ. στους «Νόμους» του Πλάτωνος, όπου δογματίζουν την ανησυχία των πνευμάτων των νεκρών για τη τήρηση των οικογενειακών καθηκόντων.
Όλη η ηθική της Ελληνικής οικογένειας συγκεντρώνεται και επικεντρώνεται στον Θεό Δία. Είναι «Γενέθλιος», αρχηγός των «Γενεθλίων» Θεών. Ως «Πατρώος», περιφρουρεί το δίκαιο του πατέρα και ως «Ομόγνιος» προστατεύει τον δεσμό των αδελφών και των άλλων κοντινών συγγενών. Αυτά τα ονόματα δεν είναι επιπόλαιοι τίτλοι, βγαλμένοι από την ποιητική φαντασία, αλλά εκφράζουν τις ζωτικότερες πεποιθήσεις της ελληνικής λατρείας. Ο αδικημένος συγγενής, πατέρας, υιός ή εξάδελφος μπορούσε να επικαλεστεί τον Θεό με αυτά τα ονόματα και η επίκληση θα είχε τη δύναμη που έχει ένα μαγικό ξόρκι, ικανό για να ξυπνήσει την θεία οργή ενάντια στον παρανομήσαντα.
Πράγματι, τα ονόματα αυτά είναι αληθινές λέξεις δύναμης βγαλμένες από τα βάθη του θρησκευτικού αισθήματος που έδωσε ζωή και δύναμη στο αρχαίο οικογενειακό σύστημα. Ο Ζευς λέγεται «Ομόγνιος», όχι απαραίτητα γιατί πίστευαν πως ήταν συγγενής με τη συγκεκριμένη οικογένεια. Ο Στρεψιάδης τον αποκαλεί «Πατρώο» στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, όταν τον προσβάλλει ο υιός του, όχι γιατί ο Ζευς είναι αληθινός πρόγονός του, αλλά γιατί ο αδικημένος συγγενής, ή ο αδικημένος πατέρας χρειάζεται την βοήθεια του Θεού και προκειμένου να κερδίσει το ενδιαφέρον του, τού αποδίδει τους ανθρώπινους τίτλους που ορίζουν την σχέση που έχει παραβιαστεί, εδραιώνοντας έτσι την συναισθηματική σύνδεση ανάμεσα στον εαυτό του και τον Θεό.
Αυτό ακριβώς δίνει σε πολλούς ελληνικούς θεϊκούς τίτλους την μοναδική τους δύναμη και στην μελέτη τους την σπουδαιότητα της αντίληψης του εσώτερου θρησκευτικού αισθήματος. Μπορούμε λοιπόν, να κατανοήσουμε την παράξενη φράση στις «Χοηφόρους» του Αισχύλου (2), όπου ο Ορέστης προσφεύγει στον Δία για τους δολοφόνους του πατέρα του: «καί πότ' άν αμφιθαλής Ζεύς επί χείρα βάλοι, φεύ φεύ, κάρανα δαϊξας;», («αχ! και πότε θ' απλώσει το χέρι του ενάντια σ' αυτούς ο πανίσχυρος Ζευς, ω αλίμονό μου, και τις κεφαλές τους θ' ανοίξει;»). Το επίθετο «αμφιθαλής» χρησιμοποιείται μόνο στην Αττική για το παιδί που έχει και τους δυο γονείς του ζωντανούς. Ο Ζευς προστατεύει τα δικαιώματα τέτοιων παιδιών και για να τονιστεί η σχέση του συμπάσχοντος μαζί τους Θεού, ονομάζεται και ο ίδιος «αμφιθαλής». Με αυτό δε το όνομα καλείται ως πανίσχυρος να πάρει εκδίκηση για το παιδί, του οποίου σκοτώθηκε άδικα ο πατέρας (3).
1. Βλ. Wissowa, «Religion und Kultus der Roemer», σελ. 187. Πλούταρχος, «Βίος Ρωμαίων», 22
2. «Χοηφόροι» Αισχύλου, στ. 394 – 396, σε μετάφραση Ερρ. Χατζηανέστη
3. Βλ. άρθρο μου στο «Classical Quartely», 1910, σελ. 186
R. L. Farnell
(από το βιβλίο του «Ανώτερες Πτυχές Της Θρησκείας Των Ελλήνων». Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Διιπετές", τεύχος 71)