Συνέντευξη από έναν φίλο.
Ο κύριος εισηγητής της «παλινόρθωσης» της Ελληνικής Θρησκείας, ο πολυγραφότατος συγγραφέας και υπερδραστήριος αγωνιστής, παραμένει για πολλούς μια άγνωστη προσωπικότητα, συχνά παρεξηγημένος από κακοήθεις, οι οποίοι αδυνατούν να εκτιμήσουν την στωική φιλοσοφική επιλογή και προπάντων την φυσική ευγένεια που χαρακτηρίζουντ ον Βλάση Ρασσιά.
Το περιοδικό Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ όφειλε στον Βλάση Ρασσιά μια συνέντευξη, ως ελάχιστο φόρο τιμής και αναγνώρισης για το τεράστιο έργο του.
Στο κάτω κάτω ο Βλάσης Ρασσιάς ήταν και παραμένει ένας καλός φίλος και εις το όνομα της πολύχρονης φιλίας μας δημοσιεύω με ιδιαίτερη χαρά την παρακάτω συνέντευξη.
Συνέντευξη με τον Βλάση Ρασσιά
Από πότε ασχολείσαι με τη μελέτη του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού;
Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος που παίρνει τον εαυτό του στοιχειωδώς στα σοβαρά να απαντήσει με σιγουριά πότε ακριβώς ξεκίνησε να ασχολείται με την Παράδοση των Ελλήνων, καθώς αυτό δεν αποτελεί προϊόν ούτε «αιφνίδιας φώτισης», ούτε «επιλάμψεως» κάποιου «αγίου» πνεύματος, αλλά τουναντίον έρχεται -σε όσους βέβαια έρχεται!- μόνον μετά από μία σειρά βαθιών εσωτερικών συνειδησιακών αλλαγών που τον κάνουν επιτέλους ικανό να κατανοήσει σε ποιον τόπο ζει και ποιου εξαιρετικού παρελθόντος αυτός σήμερα καλείται να αποτελέσει το «παρόν». Μπορώ όμως να απαντήσω πότε «καταστάλαξα» στην Ελληνική κατεύθυνση και σιγά – σιγά εστίασα αποκλειστικά σε εκείνη. Σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του 1980, λίγο μετά μάλιστα από την συμβουλή ενός σοφού άνδρα μιας άλλης Παράδοσης την οποία επίσης αγαπώ: «αυτό που αναζητάς θα το βρεις στην γλώσσα που ονειρεύεσαι»...
Τι σε έκανε να εισηγηθείς από κάποια στιγμή και μετά την επαναφορά της Ελληνικής Θρησκείας;
Το τόλμησα αυτό -γιατί περί τολμήματος επρόκειτο την εποχή που έγινε!- όταν συνειδητοποίησα, όπως και ο Γάλλος πολυθεϊστής Λουϊ Μενάρ τον 19ο αιώνα, πως δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς τους Έλληνες δίχως προηγουμένως να συμμετάσχει απόλυτα και απροκατάληπτα στην Κοσμοθέαση και Θρησκεία τους. Αν και ένας πολύ μικρός κύκλος ανθρώπων είχαμε αρχίσει να τελετουργούμε ήδη από το 1987, εξέφρασα αυτήν την θέση δημόσια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και συγκεκριμένα το 1992, προκαλώντας απίστευτες αναστατώσεις στα πολλών ειδών κέντρα πνευματικού ελέγχου της χώρας μας και, φυσικά, δίχως να αποφύγω τις άμεσες ή έμμεσες ενοχλήσεις (λ.χ. απειλές κατά της ζωής μου) που αποσκοπούσαν στο να με φοβίσουν ώστε να αυτολογοκριθώ και να πνίξω το όλο πράγμα εν τη γενέσει του.
Αντίθετα από τις δικές τους επιδιώξεις όμως, εγώ συνειδητοποίησα τότε ότι για να ενοχλώ τόσο πολύ σημαίνει πως βαδίζω στον σωστό δρόμο και βεβαίως συνέχισα με την ίδια ένταση -για να μην πω με αυξημένη κιόλας! Άλλωστε με την ιδέα του θανάτου ήμουν πολύ εξοικειωμένος από τα 20 μου τουλάχιστον, και συνεπώς καμμία απειλή κατά της ζωής μου δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει απειλή για εμένα, καθώς από τότε αποτελούσε πεποίθησή μου ότι κάθε άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του ιστορικό υποκείμενο, οφείλει πριν από ο,τιδήποτε άλλο να είναι απολύτως συμφιλιωμένος με τον θάνατο. Αυτή η πεποίθησή μου, έχει σήμερα ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο μετά από την ενασχόληση, στα πλαίσια της ιστορικής μου έρευνας, με πρόσωπα όπως ο Κλεομένης ο Γ, ο Κάτων ο Νεότερος, ο «ροβεσπιερικός» Φίλιππος Λεμπά, ο «τελευταίος σαμουραϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό, αλλά και πολλοί άλλοι της εποχής μας από διαφορετικούς μάλιστα ιδεολογικούς χώρους, όπως ο ακροαριστερός αντάρτης πόλεων Χόλγκερ Μαϊνς (που πέθανε σε ηλικία 33 χρονών τον Νοέμβριο του 1974 μετά από απεργία πείνας μέσα στην φυλακή) ή ο καταχωρημένος ως «δεξιός» Ιάπωνας λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα (που απέναντι στις δημοσιογραφικές κάμερες έκανε χαρακίρι τον Νοέμβριο του 1970, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανοποίηση και άρα εθνοκτονία του λαού του).
Επανερχόμενος στα περί του αιτήματος για επαναφορά της Ελληνικής Θρησκείας, θέλω να αποσαφηνίσω ότι την έβλεπα και την βλέπω ως την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο να «ελληνίζει» κανείς επιφανειακά από την μία (λ.χ. με τον τρόπο των σχολαστικών φιλολόγων, ή των «ελληναράδων», των «χατζηρωμιών» και των λοιπών καταπατητών ενός ιδεολογικού εδάφους απέναντι στο σημαινόμενο του οποίου όλοι τους κανονικά δεν έχουν ούτε καν το δικαίωμα να υπάρχουν, όπως θα το έλεγε και ο Νίτσε) και στο να ΚΟΙΝΩΝΕΙ κανείς από την άλλη στον πραγματικό Ελληνισμό. Μετά από δύο περίπου δεκαετίες, η εκτίμησή μου εκείνη έχει επαληθευτεί πολλαπλά. Η απαίτηση για, πες το επαναφορά, πες το παλινόρθωση της Ελληνικής Θρησκείας αφαιρεί όλα τα καταπατητικά άλλοθι και αφήνει έκθετους τόσο τους «βιοποριζόμενους» όσο και τους «σταυροκοπούμενους». Τους πυρώνει το έδαφος κάτω από τις πατούσες τους, τους «χαλάει την σούπα».
Από την άλλη ωστόσο, το αίτημα εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους, καθώς στην διαδρομή καιροφυλακτούν άπειρες όσες παρερμηνείες, συμπλέγματα, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις, αγκυλώσεις, αλλά και κακοήθειες της ιδιότυπης σύγχρονης χριστιανικής εποχής στην οποία έχουμε την ατυχία να ζούμε. Είναι μια εποχή απόλυτης διανοητικής και πνευματικής σύγχυσης, καθώς η κυρίαρχη «δυτική» και πάντα χριστιανική ανθρωπότητα -την οποία παλαιότερα αποκαλούσα περιπαιχτικά «Παγκόσμια Ιερουσαλήμ» με αποτέλεσμα το μίσος των θιασωτών της να εκτοξεύεται στα ύψη- προσπαθώντας τους τελευταίους αιώνες να ξεφύγει από το μακραίωνο ψήσιμο ανθρώπων στις πυρές, σήμερα διακατέχεται εν πλήρη αρμονία από μία βιωματική πλέον θρησκοληψία, έναν «ελέω Θεού» αχαλίνωτο καπιταλισμό και μία επιστημονικοφανή αθεϊα, που απλώς φροντίζει να ξεμπερδεύει με κάθε έννοια «ιερού», ιδίως μέσα στην Φύση, αφήνοντας βεβαίως χώρο για την ξέφρενη επέλαση σε όλα τα πεδία του παραλογισμού των μονοθεϊστών, οι οποίοι κηρύσσουν την Φύση «νεκρή ύλη» για να αντλεί ισχύ και ηδονή μία αυτιστική και ματαιόδοξη ανθρωπότητα.
Έχουμε απομακρυνθεί από τον φυσικό, και άρα φυσιολογικό, άνθρωπο και αυτό κάνει το αίτημα εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν ουτοπικό. Όμως το απαιτεί η Ανάγκη και γι' αυτό άλλωστε το έθεσα τότε που το έθεσα. Με βάση όλα τα παραπάνω, τα έως τώρα αποτελέσματα ούτε με ενθουσίασαν, ούτε με απογοήτευσαν. Απλώς ήταν τα αναμενόμενα. Προέκυψαν και οι «δήθεν» και οι εγκάθετοι και οι γελοίοι και οι γελοιοποιητές, προέκυψαν και τα «λαμόγια», όμως εμφανίστηκαν και πάρα πολλοί εξαιρετικής ποιότητας άνθρωποι που κατανόησαν βαθιά την ουσία της Ελληνικής Θρησκείας και συνεπώς αποτελούν εδώ και χρόνια άξιους συνεχιστές της στο σήμερα και, ελπίζω, στο αύριο. Θα κλείσω το συγκεκριμένο θέμα με την διατύπωση ενός από τους φιλοσόφους μας ότι η καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών είναι το να κατανοήσει κάποιος την φύση τους.
Πόσα βιβλία έχεις γράψει και τι περιέχει το καθένα;
Ένα λεπτό να θυμηθώ γιατί είναι αρκετά (γέλια). Λοιπόν άρχισα την μακρά συγγραφική μου περιπέτεια το 1980 με την έκδοση του βιβλίου «Underground Press. Ιστορία του έντυπου αντεργκράουντ» και της ποιητικής συλλογής «Λούφα και Παραλλαγή», που περιείχε κομμάτια επηρεασμένα από το ρεύμα «beat», γραμμένα για να απαγγέλλονται με συνοδεία «μπλουζ» -πράγμα που «έβγαλα» ήδη δύο φορές, την πρώτη στο παλιό σου βιβλιοπωλείο, κάποιους μήνες πριν το κάψει εκείνος ο χριστιανός φανατικός και την δεύτερη πρόσφατα σε μία «βραδιά τέχνης» στο οικείο «Φιλοσοφικό Αθήναιο Εκατηβόλος».
Τον Δεκέμβριο του 1992 αιφνιδίασα κυριολεκτικά τον χώρο του ελληνικού βιβλίου με τον πρώτο τόμο της τριλογίας μου «Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου» που είχε τίτλο «Περί των Πατρώων Θεών», όχι όμως και τους υποψιασμένους αναγνώστες που έστεκαν από καιρό σε αναμονή, καθώς το είχα προ-ανακοινώσει στα τελευταία τεύχη της «Ανοιχτής Πόλης» και στο πρώτο του «Διιπετούς». Το βιβλίο αυτό ήταν το πρώτο από ιδρύσεως Ελληνικού Κράτους που ερχόταν να υπερασπιστεί δημόσια και απερίφραστα την ανωτερότητα της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, την ύπαρξη των Θεών της, το υψηλό επίπεδο των βιοτικών της προταγμάτων, αλλά και, το κυριότερο, ερχόταν να ζητήσει την παλινόρθωση όλων αυτών των πραγμάτων. Το τι έγινε, δεν περιγράφεται. Επιστρέφοντας σπίτι μου μετά από την πρώτη ολιγόωρη διανομή, όπου ουκ ολίγα βιβλιοπωλεία είχαν αρνηθεί να το πάρουν, άκουσα από τον αυτόματο τηλεφωνητή μου όχι μία αλλά τρεις απειλές κατά της ζωής μου! Τρόμαξα ομολογώ, ήμουν και άπειρος τότε από... Ψι Πι –ήτοι Ψυχολογικό Πόλεμο-, ωστόσο συνέχισα κανονικά την δακτυλογράφηση του επόμενου τόμου της τριλογίας, τού «Η Συρρίκνωση της Αρχαίας Ψυχής» (που ασχολείται με την αφήγηση της σταδιακής έκπτωσης των αρχαίων αξιών με αποκορύφωση την Μακεδονοκρατία και Ρωμαιοκρατία) και το 1994 την ολοκλήρωσα με το θρυλικό πια «Ες Έδαφος Φέρειν...» που έχει ήδη εξαντλήσει τρεις εκδόσεις των 2.000 αντιτύπων η κάθε μία και εξιστορεί την αργή και συστηματική (από τον 4ο έως τον 10ο αιώνα!) καταστροφή του αρχαίου κόσμου, της γνώσης και της Θρησκείας του από την λαίλαπα των χριστιανών. Ανάμεσα στον 2ο και τον 3ο τόμο πάντως, μου είχε γίνει -συνοδευόμενη μάλιστα από ένα χρηματικό δέλεαρ!- και μια... «εντελώς φιλική παρότρυνση» από μια ανερχόμενη τότε προσωπικότητα του υποτιθέμενου «αρχαιολατρικού» «χώρου» να βάλω νερό στο κρασί μου και να μην κτυπάω την... Ορθοδοξία που δήθεν... προστάτεψε τον Ελληνισμό (!)
Ακολούθησε το 1996 το «Έθνος, Εθνισμός, Εθνοκράτος, Εθνικισμός», που ερχόταν να διαλύσει κάποιες σκόπιμες παρερμηνείες όρων και επίσης να αποσαφηνίσει ότι το αίτημα της παλινόρθωσης δεν είναι υπόθεση κάποιων αρχαιόστροφων θρησκόληπτων, αλλά αίτημα παλινόρθωσης μιας υγιούς συλλογικής ταυτότητας, ενός συγκεκριμένου έθους και ενός συγκεκριμένου αξιακού συστήματος, τα οποία φυσικά τίποτε δεν είχαν να κάνουν με την αρρώστια του εθνικισμού. Την επόμενη χρονιά εξέδωσα το «Ζευς, Συμβολή στην Επανανακάλυψη της Ελληνικής Κοσμοθέασης» και έπειτα το «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων», δύο έργα καθαρής αρχαιογνωσίας, με παράθεση στοιχείων για τις εκατοντάδες τοπικές λατρείες και επικλήσεις του Θεού Διός και για τις επίσης εκατοντάδες εορτές και τελετουργίες των προγόνων μας.
Το 1999 ήλθε η πρώτη συνοπτικότατη έκδοση του «Μια... Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία της Χριστιανικής Επικρατήσεως», που κυριολεκτικά «έσπασε κόκαλα» και έκανε τους απατεώνες της δήθεν «ήπιας επικράτησης» να τρέχουν να κρυφτούν ή να ψάχνουν να απαντήσουν στο σκληρό εκείνο κατηγορητήριο κατά της Θρησκείας που τόσο φανατικά και εθελότυφλα ακολουθούνε. Εξαιτίας του απύθμενου θράσους κάποιων από δαύτους, που συντονισμένα γέμισαν το διαδίκτυο με βρισιές εναντίον μου και ειρωνείες για την αξιοπιστία μου, το έργο αυτό επανεκδόθηκε αργότερα, από το έτος 2005, σε μία μνημειώδη 6τομη αναλυτική έκδοση 2.000 περίπου σελίδων, της οποίας έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι 4 πρώτοι τόμοι, από το έτος «0» των χριστιανών έως το έτος «1600» και απομένουν να κυκλοφορήσουν οι 2 τελευταίοι τόμοι που αφορούν την περίοδο από το «1600» έως σήμερα.
Το 2001 είχα την χαρά να κυκλοφορήσω 2 βιβλία, το «Ες Παγάν», μία συλλογή κειμένων μου της περιόδου 1991 - 2001 που ήσαν σκόρπια σε διάφορα έντυπα και το «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», που είναι ό,τι ακριβώς λέει ο τίτλος και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα καμάρια του ομιλούντος. Το 2003 κυκλοφόρησε η «Επίτομος Ιστορία των Σπαρτιατών», μια πολυσέλιδη, καλοτεκμηριωμένη και ανατρεπτική παρουσίαση της ένδοξης αλλά παραποιημένης Ιστορίας των Σπαρτιατών από τις πανάρχαιες εποχές που χάνονται στην αχλύ του Μύθου έως το τέλος της πρώτης μεταχριστιανικής χιλιετίας, όταν η κάτοικοι της Λακεδαίμονος έγιναν με την βία χριστιανοί.
Το 2006 έβγαλα το «Θύραθεν Φιλοσοφικό Λεξικό», ένα άλλο μεγάλο καμάρι του ομιλούντος και ακολούθησαν οι λιγοστές αλλά μεστές «Σημειώσεις επάνω στον Φόβο και την Αφοβία» και, τέλος, η «Λαιμητόμος Αρετή», αφιερωμένη στην πιο άγρια περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, εκείνη της λεγόμενης «Τρομοκρατίας». Εδώ ο μέχρι τώρα «παγανιστής» Ρασσιάς βγαίνει... «ροβεσπιερικός» (γελάει) και τρελλαίνει ακόμα περισσότερο τους «propaganda experts» της απέναντι πλευράς και, κυρίως, τους ταμπελοποιούς!
Πόσα περιοδικά έχεις ιδρύσει;
Ένα λεπτό να θυμηθώ, γιατί και αυτά είναι αρκετά (γέλια). Λοιπόν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έβγαλα το αντεργκράουντ περιοδικό «Speak Out» και το 1980 ξεκίνησα την έκδοση ενός επίσης αντεργκράουντ αλλά τελειότερου αισθητικά περιοδικού, της «Ανοιχτής Πόλης», που είχε υπότιτλο «Περιοδικό για τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ» και εξέδωσε 33 τεύχη μέχρι το 1993, με πρωτοποριακά θέματα για την τότε, αλλά και την νυν, νεοελληνική κοινωνία. Ωραίες και ίσως ανεπανάληπτες στιγμές, με ένα αναγνωστικό κοινό που ήταν ταυτόχρονα ευρύ -κατά μέσον όρο αγοράζονταν 2.000 τεύχη!- και προχωρημένο -λαμβάναμε υπέροχα, θαυμάσια κείμενα, ποιήματα, σχέδια και επιστολές, αναρωτιέμαι πολλές φορές που να βρίσκονται άραγε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι σήμερα… Εξέδωσα και ένα περιοδικό με αντεργκράουντ κόμικς, το «Πλατς!», καθώς και ένα περιοδικό ταχυδρομικής τέχνης, το «Είναι Αύριο». Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισα να «παγανίζω» σιγά - σιγά μέσα από τις σελίδες της «Ανοιχτής Πόλης» και έπαιρνα τις πρώτες γεύσεις της πώρωσης της νεοελληνικής κοινωνίας με την χριστιανοβυζαντινή κουλτούρα. Κάτω από την ψιλή φλούδα του «προοδευτικού» ή του «επαναστάτη», ακόμα και του «αντιεξουσιαστή» που κουβαλούσε ο κάθε «δήθεν» εκείνης της εποχής, έβλεπα να αναδύεται ξανά και ξανά η φρίκη της απόλυτης άρνησης να γίνει αποδεκτός ο διαφορετικός, αυτό δηλαδή που όντως είναι και θα είναι ο Φασισμός.
Η «Ανοιχτή Πόλη» πετάχτηκε στην αρχή έξω από τα βιβλιοπωλεία των «προοδευτικών» χριστιανών και μετά από τα βιβλιοπωλεία των δήθεν «αριστερών» που πηγαινοέρχονταν αγεληδόν στο λεγόμενο «Άγιο» Όρος και ακολούθησε κτύπημα από όλες τις πάντες, επιστρατεύθηκαν ακόμα και «φιλικές συμβουλές» εντεταλμένων κάποιων γνωστών και μη εξαιρετέων κύκλων προς τους ιδιοκτήτες των ελάχιστων σημείων διάθεσης που μας είχαν απομείνει, να αραιώνουν σιγά - σιγά την συνεργασία μαζί μας. Ήταν πια εμφανέστατο το τι ενοχλεί πραγματικά σε αυτή την έως βαθμού γελοιότητας θεοκρατική χώρα, το τι είναι όντως ανατρεπτικό ως μήνυμα και ως παράδειγμα. Από εκεί και πέρα, η ίδρυση του «Διιπετούς» ήταν αναπόφευκτη. Ο υπότιτλος «Για την υπεράσπιση της Αρχαίας Ψυχής» απέδιδε επαρκώς τις προθέσεις και το στίγμα και ήδη, τρόπον τινά, ένας μεγάλος, αόρατος, άνισος αλλά κατά κυριολεξία επικός πόλεμος είχε κηρυχθεί. Για πρώτη φορά στην χώρα μας έβγαιναν ανοικτά το 1991 κάποιοι «περίεργοι» τολμητίες να υπερασπιστούν ηθικά την -για ουκ ολίγους μισητή- Ελληνική Κοσμοθέαση και παράλληλα να ζητούν απερίφραστα την επαναφορά της. Τότε ακριβώς προκλήθηκαν και οι απίστευτες αναστατώσεις στα πολλών ειδών κέντρα πνευματικού ελέγχου της χώρας μας, για τις οποίες ήδη έκανα λόγο παραπάνω.
Ποια η αντιμετώπιση του έργου σου από τα ελληνικά μέσα μαζικής πληροφόρησης;
Από μία εκπληκτική... σύμπτωση (γελάει), όλα, από άκρου σε άκρο του πολιτικού φάσματος, το έχουν μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει με... απόλυτη και πυκνότατη σιωπή: «...και τα πλάκωνε η σκλαβιά» που λέει και ο εθνικός μας ποιητής, θεοκρατία γαρ, Βυζάντιο και όλα τα σχετικά... και εγώ αρκετές φορές είχα μπει στον πειρασμό να τσιμπηθώ μήπως ακόμα και εγώ ο ίδιος τελικά... δεν υπάρχω (γέλια). Το έχω θίξει και στο πρόσφατο βιβλίο μου για τον Ροβεσπιέρο και τον Σαιν Ζυστ: το σύστημα εξοντώνει πια τις ενοχλητικές φωνές όχι με σφαίρες και τα άλλα ανάλογα του παρελθόντος, αλλά με απλό κλείσιμο του μικροφώνου. Δια παντός. Αυτό είναι πολύ αποτελεσματικό και επιπλέον δεν φορτώνει κανέναν με τύψεις. Μοντέρνοι καιροί, μοντέρνα πράγματα. Ξέρεις προφανώς και εσύ πολύ καλά τι ακριβώς εννοώ, αφού και εσένα σε «σβήνουν» με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Θυμάμαι ότι ακόμα και η είδηση ότι το βιβλιοπωλείο σου κάηκε εξαφανίστηκε «μυστηριωδώς» από όλα τα ηλεκτρονικά μέσα από την στιγμή που η Πυροσβεστική αποφάνθηκε ότι η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού.
Συμμετείχες στην ίδρυση οργανώσεων και ποιες είναι αυτές;
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, το αίτημα για παλινόρθωση της Ελληνικής Θρησκείας προϋποθέτει μία προσπάθεια συλλογική, προϋποθέτει μία μαζική διάσταση που μπορεί να αγγίζει ακόμα και την εθνική, διαφορετικά υποβιβάζεται αυτομάτως σε «εσωτερική» υπόθεση κάποιων λίγων εκκεντρικών, «εστέτ» ή, έστω, ιδιόρρυθμων εκλεκτών. Αυτή η συλλογικότητα που απαιτήθηκε σχεδόν εξαρχής, πίεζε για οργανωτικές μορφές μεγαλύτερες από την σχεδόν 10μελή ομάδα που εξέδιδε το «Διιπετές» και μοιραία, μετά από διάφορους πειραματισμούς, συμμετείχα στην ίδρυση το έτος 1997 του «Υπάτου Συμβουλίου των Ελλήνων Εθνικών» ή Υ.Σ.Ε.Ε. όπως αρέσκονται να το λένε οι λάτρεις των αρκτικόλεξων, μιας οργάνωσης η οποία έκτοτε αποτελεί την πρώτη γραμμή του ευρύτερου αγώνα για την παλινόρθωση της Ελληνικής Θρησκείας.
Το Συμβούλιο έχει μέχρι σήμερα παράξει τεράστιο επιμορφωτικό και αγωνιστικό έργο, έχει διοργανώσει το 2004 στην χώρα μας το 7ο Παγκόσμιο Συνέδριο των Εθνικών Θρησκειών («World Congress of Ethnic Religions»), έχει τελέσει εκατοντάδες ιεροπραξίες και έχει στείλει επίσημο υπόμνημα στις πολιτειακές και πολιτικές αρχές του τόπου μας για την Θεσμική Αναγνώριση της Ελληνικής Θρησκείας. Σήμερα η οργάνωση έχει αριθμητική ισχύ, ποιότητα ανθρώπων και αυξημένη συνοχή, διαθέτει παραρτήματα στην Αυστραλία και τις Η.Π.Α. και εκτός δυσάρεστων απροόπτων (λ.χ. συνταγματικών εκτροπών) ελπίζουμε ότι στις επόμενες δεκαετίες θα δικαιωθούμε και το συλλογικό θρησκευτικό δικαίωμά μας θα γίνεί επιτέλους σεβαστό από την επίσημη Πολιτεία, που σημαίνει ότι στην Θρησκεία μας, την Θρησκεία των Ελλήνων, θα αποδίδεται επιτέλους τιμή.
Ως άτομο έχω συμμετάσχει στην ίδρυση ή έχω βοηθήσει στην ίδρυση και άλλων συλλογικοτήτων -ακόμα και σε περιπτώσεις που ήξερα προκαταβολικά ότι θα έχω φθορά, ψυχική τουλάχιστον αν όχι και άλλη-, καθώς θεωρώ αυτονόητα τόσο το ότι ο πολιτικός άνθρωπος πρέπει να έχει συνεχή δημόσια διάσταση, όσο και ότι καμμία κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί με την όποιας έντασης και ποιότητας προσπάθεια ατομικού μόνον επιπέδου. Αν ίσχυε άλλωστε κάτι τέτοιο, τότε θα είχαν δίκιο οι απολιτικοί «γκουρού» των περασμένων δεκαετιών και ακόμα και οι hippies, που ισχυρίζονταν ότι η ανθρωπότητα θα άλλαζε αυτόματα, σχεδόν μαγικά, πέρα από νόμους, πολιτικά συμφέροντα, εξουσίες, θεσμούς, προκαταλήψεις και παγιωμένες νοοτροπίες, εάν απλώς άλλαζαν «εσωτερικά» -είτε με διαλογισμό είτε με χρήση ψυχοδηλωτικών- οι ολιγάριθμοι οπαδοί τους.
Ποια προβλήματα αντιμετώπισες;
Η έως σήμερα τουλάχιστον συλλογική δράση μου, με έφερε αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητα ότι το δυσκολότερο πράγμα που καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος που θέλει να αγωνιστεί για έναν καλύτερο κόσμο, είναι η παγιωμένη νοοτροπία που εκδηλώνεται σε ατέρμονη κυκλική και χυδαία συμπεριφορά μέσα στα όρια εκείνου που κάποτε τολμούσαμε να καταγγέλλουμε ως «παλαιό κόσμο». Αντίθετα από άλλες εποχές, οι περισσότεροι άνθρωποι του σήμερα μισούν ακόμα και την πιθανότητα να αλλάξουν προς το καλύτερο και κατά κανόνα κινούνται μόνον από την κακία και τον φθόνο, ή από ωμή λύσσα για ισοπέδωση. Όταν όμως όλα αξίζουν όλα, τότε τίποτε δεν αξίζει τίποτε. Ελάχιστοι μόνον κινούνται από ευγενή αισθήματα ή από αγάπη για την Αρετή. Έγραψα πρόσφατα ότι η πραγματική σύγκρουση στην διάρκεια όλων αυτών των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας είναι η ατελείωτη σύγκρουση των μειοψηφούντων ποιοτικών ανθρώπων με τα πλήθη των κάθε είδους «στρατιωτών της Χυδαιότητας».
Πότε καταστάλαξες στην φιλοσοφική σου επιλογή;
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχα πια κατασταλάξει σε αυτό που η σύγχρονη ορολογία αποκαλεί «Υλοζωϊσμό». Έχοντας μελετήσει την Ελληνική Φιλοσοφία σε βάθος, όσο τουλάχιστον οι ελεύθερες ώρες μου το έχουν επιτρέψει, και έχοντας εξ αρχής θαυμάσει την σκέψη των λεγομένων «Προσωκρατικών», ιδίως του Ηρακλείτου, πίστευα από τότε και εξακολουθώ να πιστεύω ότι την μεγαλύτερη χρηστική αξία για τον σύγχρονο άνθρωπο έχει η λεγόμενη «Ελληνιστική» Φιλοσοφία, η οποία δεν κάνει διαγνώσεις ή ονειροπολήσεις, αλλ' αντιθέτως προσπαθεί να δώσει σαφείς οδηγίες κατ' αρετήν βίου σε αυτό το βαρετό όσο και τραγικό πράγμα που όλοι περιγράφουμε ως «καθημερινή ζωή». Η «Ελληνιστική» Φιλοσοφία, και κυρίως ο Στωϊκισμός και ο Επικουρισμός, ανέπτυξαν τον στοχασμό τους και εξήγαγαν τα συμπεράσματά τους μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον όμοιο σε αρκετά πράγματα με την σύγχρονη ετεροθεσμιζόμενη και αποπολιτικοποιημένη πραγματικότητα και επιπρόσθετα έδειχναν συνεχώς όχι προς τους ουρανούς ή προς το όποιο άλλο «επέκεινα», αλλά αποκλειστικά στον υπαρκτό, απτό, καθημερινό άνθρωπο, στις καθημερινές διαδρομές του, και, τέλος, στα αλλεπάλληλα καλέσματα της πραγματικής ζωής είτε να κυλήσει προς την αγαπητή στους πολλούς χυδαιότητα ή να αναρριχηθεί στην στοχευόμενη από τους λίγους Αρετή. Η Αρετή, με κεφαλαίο Α, με απασχολεί εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια, όπως και η Ελευθερία εδώ και τουλάχιστον 35.
Σε συνδυασμό αυτών των δύο, η πολιτική μου διάσταση, την οποία εγώ θεωρώ απαραίτητη για τον Άνθρωπο, με έσπρωξε πολύ σύντομα στον στοχασμό επάνω στην λεγόμενη Πολιτική Αρετή, την οποία θα συνόψιζα για τις ανάγκες της συνέντευξης στην τριάδα Δικαιοσύνη - Αιδώς - Ευθύνη και από εκεί με έσπρωξε στην υιοθεσία αρκετών βιοτικών προταγμάτων του Στωϊκισμού. Θεωρώ συγκλονιστική την σταθερή εντολή για κατ' Αρετήν και κατά Φύσιν στάση απέναντι στα πράγματα της καθημερινότητας, όπως αυτά έρχονται καταπάνω μας, χυδαία, αγριεμένα, ανεξέλεγκτα, ξέφρενα, συνεχή, θεωρώ συγκλονιστική την έργω απόδειξη του απολύτως εφικτού της διαρκούς Λογικότητας, η οποία πανικοβάλει όλους τους χειραγωγούς και χειριστές ανθρώπων, όπως και θεωρώ συγκλονιστική επιλογή το να μην αποσύρεται κάποιος, αλλ' αντιθέτως να επιλέγει την μάχη στην πρώτη γραμμή και υπό όποιες συνθήκες, μένοντας ωστόσο ατάραχος και άφθαρτος εν μέσω χαμού, σαν το χέρι του σαμουράϊ που απλώς «ακολουθεί δίχως θυμό» την τρομερή «katana», αντί να την κατευθύνει.
Υπάρχουν κατά τη γνώμη σου ελπίδες για μια γενικευμένη «επανελλήνιση» ή είναι όλα μάταιος κόπος;
Κοίταξε, το μόνο πραγματικά μάταιο σε αυτόν τον κόσμο της διαρκούς και καθολικής φθοράς είναι να προσπαθεί κανείς να ζήσει αιώνια ή να φτιάξει πράγματα που θα υπάρχουν για πάντα. Όλα τα άλλα είναι σημαντικά, ιδίως ο κάθε είδους κόπος, που αποτελεί το κατ’ εξοχήν μέσο πραγματικής εξύψωσης των θνητών. Ας μην ξεχνάμε από την άλλη και τον πιο πετυχημένο αφορισμό που κατέθεσε ποτέ εκείνος ο Κλαούζεβιτς: η μόνη χαμένη μάχη είναι εκείνη που δεν δίνεται. Προσωπικά ό,τι πράττω το πράττω αδιαφορώντας για την όποια έκβαση –«ό,τι ‘ναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί», που λέει και ο λαός- με μόνο μου κριτήριο και μόνη μου έγνοια να υπηρετεί η πράξη μου εκείνο που η συνείδηση και η παιδεία μου με βοηθούν να αντιλαμβάνομαι ως «Αγαθόν».
Και μια που μιλάς στον «ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ», τι γνώμη έχεις για την επικούρεια φιλοσοφία;
Ήδη μίλησα πρωτύτερα για την χρησιμότητά της, καθώς τόσο αυτή όσο και η Στοά δείχνουν στον άνθρωπο έναν δρόμο αυτάρκειας και ευδαιμονίας μέσα σε αυτό που λέμε καθημερινή ζωή. Προτιμώ την Στοά όχι λόγω κάποιας ποιοτικής διαφοράς –ποιος μπορεί άλλωστε να αποτιμήσει ποιότητες ανάμεσα σε φιλοσοφικές σχολές;-, αλλά μόνον επειδή κρίνω ότι μου ταιριάζει περισσότερο η γαλήνια δράση στο κέντρο του κάθε χαμού και της κάθε μάχης, παρά μία α ή β μορφή απόσυρσης, αν και κάποιοι φίλοι επικούρειοι έχουν ήδη ισχυριστεί σε διαλέξεις τους ότι το «λάθε βιώσας» κάθε άλλο παρά σε απόσυρση και ιδιώτευση καλεί, τουναντίον συμβουλεύει απλώς τον φιλοσοφημένο πολιτικό άνθρωπο να μην... «παρουσεύεται». Το βρίσκω λογικότατο. Στα μάτια των προγόνων μας η ιδιώτευση βρισκόταν στις παρυφές της ατιμίας και πολύ δύσκολα θα είχε προταθεί από έναν φιλόσοφο του μεγέθους του Επίκουρου, που εμφανώς, αν κρίνουμε από τους κανόνες του Κήπου, ενδιαφερόταν πολύ να έχει η φιλοσοφική διδασκαλία του συνέχεια και μετά τον θάνατό του. Και από όσο γνωρίζουμε, και μάλιστα πολύ καλά, όντως είχε.