Ο Χρύσιππος, υπήρξε ένα «τέρας» εργασίας και το συγγραφικό του έργο, όπως λέει ο Διογένης Λαέρτιος, περιελάμβανε 705 επί μέρους έργα, πολλά όμως από αυτά θα ήσαν ασφαλώς σχεδιαγράμματα και συλλογές υλικού για προσωπική του χρήση (τα κυρίως βιβλία του υπολογίζονται σε 165, εκ των οποίων τα 119 αφορούν τη Λογική και 46 την Ηθική Φιλοσοφία). Από τα συγγράμματά του, έχουν διασωθεί ελάχιστα μεμονωμένα αποσπάσματα από 66 μόνον έργα του (SVF, III, 194 – 205). Στην τολμηρή προσπάθειά του να διαρθρώσει τη στωϊκή διδασκαλία σε μια συστηματική τάξη, καθώς επίσης και να την επεξεργασθεί σε βάθος και εν μέρει ακόμη και να τη διατυπώσει με έναν καινούριο θαρραλέο τρόπο, ο οποίος από πολύ ενωρίς τον είχε φέρει σε σύγκρουση ακόμη και με τους διδασκάλους του, ο Χρύσιππος άρχισε με τη Λογική και την Γνωσιοθεωρία (σ’αυτό μάλιστα τον εβοήθησε πολύ η πολύ καλή γνώση των σκεπτικών διδασκαλιών της Ακαδημίας).
Στην προσπάθειά του να χαράξει με ακρίβεια τα όρια μεταξύ της δικής του Σχολής και της υπό τον Αρκεσίλαο τον Πιταναίο, Νέας Ακαδημίας (που διεκήρυσσε ότι «την απόλυτη αλήθεια είναι αδύνατον να συλλάβει ο ανθρώπινος νούς» και έτεινε πλέον στον σκεπτικισμό και την ανατροπή κάθε παραδεδομένης γνώσεως), αλλά και να καταπολεμήσει επίσης τα σοφίσματα της Εριστικής Σχολής των Μεγαρέων, εδοκίμασε να οικοδομήσει και να στερεώσει ένα πλήρες Στωϊκό Σύστημα, με αποτέλεσμα να ονομασθεί, από την αρχαιότητα κιόλας, «επανιδρυτής» της Στοάς. Οι οπαδοί του, εξετίμησαν και εθαύμασαν ιδιαιτέρως τον αναγκαίο (για την καταπολέμηση της ανταγωνιστικής τότε Εριστικής Σχολής των Μεγάρων και του σκεπτικισμού της συγχρόνου του Ακαδημίας του Αρκεσιλάου) πολεμικό δογματισμό του, που ωστόσο εστηρίζετο σε μία πολύ λεπτή και ανωτάτου επιπέδου διαλεκτική (δεν είναι τυχαίο δε, το ότι αρκετοί έλεγαν πως «αν οι Θεοί κάνουν διαλεκτική, θα χρησιμοποιούν προφανώς την διαλεκτική του Χρυσίππου» !! «..ΕΙ ΠΑΡΑ ΘΕΟΙΣ ΗΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ, ΟΥΚ ΑΝ ΑΛΛΗΝ ΗΝ Ή Η ΧΡΥΣΙΠΠΟΥ» Διογένης Λαέρτιος, 7, 180), και τού έδωσαν επίσης τον τίτλο «κοφτερή λεπίδα για τις ακαδημαϊκές παγίδες».
Ο Χρύσιππος, θεωρείται επίσης ο εισηγητής του όρου «Τέλος» για τον επαναορισμό του σκοπού του ανθρώπου, τον οποίο διηύρυνε ως τρόπο ζωής συμφώνως και σε αρμονία προς τα συμβαίνοντα εντός της Φύσεως (δηλαδή το «ΖΗΝ ΚΑΤ’ ΕΜΠΕΙΡΙΑΝ ΤΩΝ ΦΥΣΕΙ ΣΥΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ» Διογένης Λαέρτιος, VII 87) και ρυθμιζόμενο προς την πείρα που παρέχει ο έξω κόσμος αλλά και η εσωτερική φύση. Ο Χρύσιππος, κατέθεσε τον τελειότερο και ακριβέστερο ορισμό του ανθρωπίνου «Τέλους» (βλ. το κατωτέρω απόσπασμα από τον Διογένη Λαέρτιο, VΙΙ 88), στον οποίο τονίζεται όλως ιδιαιτέρως η αρμονία του τρόπου ζωής προς την πείρα που ο άνθρωπος αποκτά μέσα από τις εκδηλώσεις της Φύσεως, αλλά και ο οφειλόμενος σεβασμός προς τον Παγκόσμιο Νόμο ο οποίος άρχει επί όλων των όντων και κατοικεί μέσα σε αυτά (εντός του ανθρώπου, η δύναμη αυτή καλείται Δαίμων και αποστολή του είναι να ρυθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις) και συγκρατεί σε ένα θαυμαστό, εύτακτο και οργανικό σύνολο το Παν.
Από τους μαθητές του διεκρίθησαν ο Ζήνων από την Ταρσό και ο Διογένης από την Βαβυλώνα, οι οποίοι αργότερα ανέλαβαν τη διεύθυνση της Σχολής. Από τα πάμπολλα έργα του (που ο κατάλογός τους δεν εσώθη πλήρης) δύο μόνον είναι δυνατόν, κατά κάποιον τρόπο, να αποκατασταθούν από επιτομές που μας παρέδωσε ο Γαληνός («Περί Ψυχής» και «Περί Παθών»). Τα έργα του «Περί Προνοίας» και «Περί Ειμαρμένης», επραγματεύοντο κεντρικά θέματα της στωϊκής Φιλοσοφίας, την αντίφαση δηλαδή μεταξύ του πεπρωμένου και της ελευθερίας της βουλήσεως, την διδασκαλία για τις κύριες και δευτερεύουσες αιτίες, καθώς και για την σύνδεσή τους. Το έργο του δε «Περί Θεών», προωθούσε την αλληγορική ερμηνεία των μύθων. Μέσα στα έργα του, υπήρχαν επίσης έργα για την εξήγηση των ονείρων και για τις παροιμίες. Μερικά, ελάχιστα, κομμάτια εσώθησαν σε παπύρους.
Μετά τον θάνατό του σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δύο αγάλματα στην Αθήνα εθύμιζαν την μεγάλη πνευματική αξία αυτού του διδασκάλου. Ο ίδιος, έθρεφε περιφρόνηση για τους μεγάλους ηγεμόνες της εποχής του, ακόμη και για εκείνους που επιζητούσαν να έχουν ως συμβούλους φιλοσόφους, δεν αφιέρωσε ποτέ κανένα βιβλίο του σε βασιλείς και αρνήθηκε να δεχθεί, μαζί με τον Σφαίρο, την πρόσκληση του βασιλέως Πτολεμαίου να επισκεφθεί την Αυλή του.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ο Χρύσιππος επεξήγησε την διαφορά μεταξύ αρχών και στοιχείων, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (VII, 134). Οι αρχές είναι αγέννητες, άφθαρτες και άμορφες, ενώ τα στοιχεία λαμβάνουν μορφές και καταστρέφονται κατά την εκπύρωση. Το ποιούν είναι ο λόγος μέσα στην ύλη, ο Θεός, ο οποίος, παραμένοντας πάντα ο ίδιος, δημιουργεί με την ύλη τα ξεχωριστά πράγματα. (SVF, Β, 111, 5-14).
Για την ύπαρξη των Θεών, ο Χρύσιππος υποστηρίζει ότι «αν υπάρχει κάτι στον Κόσμο που ο νούς, η λογική, η δύναμη και η εξουσία του ανθρώπου δεν μπορούν να το έχουν δημιουργήσει, αυτό που το δημιούργησε είναι ανώτερο του ανθρώπου. Τα ουράνια σώματα και καθετί που παρουσιάζει αιώνια κανονικότητα δεν είναι ανθρώπινα δημιουργήματα, άρα αυτό που τα εδημιούργησε είναι ανώτερο του ανθρώπου.» (Χρύσιππος, όπως διασώζεται από τον Κικέρωνα στο De Natura Deorum, 2, 16) και αναφορικώς με τον Θεό Δία ότι «ο Ζεύς αποτελεί την κοινή φύση των πάντων, καθώς και τη μοίρα και την ανάγκη των μελλουμένων να συμβούν. Είναι επίσης το πυρ και ο αιθήρ, καθώς και τα ρευστά ή εν διαρκήι κινήσει στοιχεία, όπως το ύδωρ, ο αέρας, ο ήλιος, η σελήνη και τ’ άστρα, και αποτελεί το Όλον που αγκαλιάζει τα πάντα (Χρύσιππος, όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, De Natura Deorum, 1, 39).
Στα ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΒΙΟΥ, η Φιλοσοφία ορίζεται από τον Χρύσιππο ως «η ενασχόληση με την ορθή λειτουργία του λόγου» («επιτήδευσις λόγου ορθότητος», SVF, 3, 293). Επίσης υποστηρίζεται, ότι τίποτε δεν συμβαίνει χωρίς αιτία, αλλά απλώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να ανακαλύπτουν την κάθε αιτία (SVF 2, 351). Η «Εύροια Βίου» επίσης, ορίζεται ως η ψυχική κατάσταση κατά την οποία κανείς πόνος, αγωνία και φόβος δεν αναδύεται απέναντι στα συμβαίνοντα του παρόντος, αλλ’ αντιθέτως κυριαρχεί διαρκής εσωτερική γαλήνη, ειρήνη, αρμονία και ηδονή, ο δε σκοπός του ανθρωπίνου βίου περιγράφεται με τα εξής λόγια: «Ο σκοπός (το «Τέλος») του ανθρώπου είναι να διάγει τον βίο του όχι συμφώνως προς τις υποδείξεις της δικής του φύσεως, αλλά, γενικώς, της καθολικής Φύσεως, δηλαδή της κοινής για όλους, η οποία εμπερικλείει σύμπαντα τον Όλο Κόσμο και πρέπει συνεπώς να αποφεύγει ο άνθρωπος κάθε τι που απαγορεύει ο κοινός Νόμος, ο οποίος είναι ο Ορθός Λόγος που διέρχεται μέσα από τα πάντα και ταυτίζεται προς τον Δία, καθώς μόνον εκείνος είναι ο κατευθύνων την σκοπιμότητα που διέπει τα πάντα» (Διογένης Λαέρτιος, VΙΙ 88).
Πηγή: Βλάσης Γ. Ρασσιάς, «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήναι 2001, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη». Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΣ.